Το δικαίωμα των ατόμων με οπτική αναπηρία στην αγορά εργασίας και η συμπερίληψη αυτών σε επικείμενο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ του Νικόλαου Τσέγκου και της Μαρίας Τσώνη Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ΠΑΔΑ-ΑΣΠΑΙΤΕ: Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων Μέρος – 7ο

Νοέ 16, 2023 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το δικαίωμα των ατόμων με οπτική αναπηρία στην αγορά εργασίας και η συμπερίληψη αυτών σε επικείμενο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ του Νικόλαου Τσέγκου και της Μαρίας Τσώνη Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ΠΑΔΑ-ΑΣΠΑΙΤΕ: Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων Μέρος – 7ο

 

Κεφάλαιο 2. Εκπαίδευση

 

2.1          Ιστορική αναδρομή

 

Εάν κάποιος αναλύσει προσεκτικά την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα στο χρόνο, θα παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες υφίστανται διάκριση και απομόνωση από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονταν όπως οι υπόλοιποι και συχνά αποκλείονταν από την κοινωνία. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτά τα άτομα ήταν εκτεθειμένα σε εκμετάλλευση και κακομεταχείριση. Με άλλα λόγια, στο παρελθόν, οι άνθρωποι που είχαν κάποιο είδος αναπηρίας αντιμετωπίζονταν με διάκριση και απόρριψη από το κοινωνικό πλαίσιο. Αυτά τα άτομα παραγκωνίζονταν και συχνά έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης. Κι αυτό γιατί η αναπηρία εξετάζονταν κυρίως από την οπτική γωνία του αθλητικού ιδεώδους, οπότε οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνταν αποκλειστικά ως ανίκανοι σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, κατά τον 18ο αιώνα, οι διανοούμενοι και οι πνευματικά καλλιεργημένοι της εποχής άρχισαν να παρεμβαίνουν και να αγωνίζονται για να γίνουν αποδεκτά τα άτομα με αναπηρία σε όλους τους τομείς του επιστητού. Έτσι, η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει σταδιακά (Stegioulas, et al., 2007). Στο παρελθόν, η κοινωνία συνήθιζε να απορρίπτει και να απομονώνει τα άτομα με αναπηρία, αντιμετωπίζοντάς τα με οίκτο, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, η στάση της κοινωνίας αρχίζει να βελτιώνεται και τα άτομα με αναπηρία θεωρούνται ικανά για εκπαίδευση και αγωγή. Με την εμφάνιση ενός νέου εκπαιδευτικού συστήματος κατά τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε μια ειδική τάξη ανθρώπων και τα θεμέλια τέθηκαν για τη βελτίωση της κατάστασής τους.

Σύμφωνα με τον Σούλη 2008, η εκπαίδευση των ατόμων με ειδικές ανάγκες χρονολογικά στην Ελλάδα έχει τρείς περιόδους. Κατά την πρώτη περίοδο της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρίες στην Ελλάδα, από το 1906 έως το 1950, η εκπαίδευσή τους προσφερόταν κυρίως από ιδιωτικά ιδρύματα τα οποία φρόντιζαν για αυτά τα παιδιά (Σούλης Σ. , 2008). Η πρώτη προσπάθεια για την παροχή εκπαίδευσης σε παιδιά με προβλήματα όρασης έγινε το 1906 με την ίδρυση του Συλλόγου Τυφλών στην Αθήνα (ΠολυχρονοπούλουΖαχαρόγεωργα, 2003). Το 1923 ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκατάστασης Αναπήρων Παιδιών, η οποία περιλάμβανε την ειδική σχολή για ανάπηρα παιδιά (Ζώνιου-Σιδέρη, Ντεροπούλου-Ντέρου, & Παπαδοπούλου, Η έρευνα στην ειδική αγωγή, στην ενταξιακή εκπαίδευση και στην αναπηρία, 2012). Αυτές οι ιδιωτικές και δημόσιες πρωτοβουλίες έδειξαν τη σημασία της προτεραιότητας στην εκπαίδευση αυτών των παιδιών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πρώτη νομοθεσία για την ειδική εκπαίδευση θεσπίστηκε με το Νόμο 453/1937, ο οποίος παρείχε έναν σαφή ορισμό της έννοιας των παιδιών με διανοητική αναπηρία και ιδρύθηκε μια ειδική σχολή για παιδιά με νοητική αναπηρία και ανωμαλίες, που βρίσκεται στην Αθήνα και φιλοξενούσε μαθητές με νοητικές αναπηρίες. Μέχρι τότε, τα παιδιά με σωματικές αναπηρίες (κωφοί, τυφλοί, κωφά-βουβά, επιληπτικοί), δεν είχαν το δικαίωμα να εισέλθουν. Η διάγνωση γινόταν από τον δάσκαλο και το γιατρό κατά την πρώτη τάξη (Κρουσταλλάκης, 2005).

Η δεύτερη περίοδος της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία στην Ελλάδα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και χαρακτηρίζεται από μια αύξηση του ενδιαφέροντος για την εκπαίδευσή τους, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε κρατικό επίπεδο. Σε αυτή την περίοδο ιδρύθηκαν πολλά ιδρύματα για την εκπαίδευση των παιδιών με οπτική αναπηρία σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Παρόλα αυτά, παρατηρείται έλλειψη μέριμνας για την ένταξη των παιδιών αυτών στο σχολικό περιβάλλον, αν και υπάρχει μια τάση για την κοινωνική τους αποδοχή (Σούλης Σ. , 2013).

Η τρίτη περίοδος αναφέρεται στη χρονική περίοδο από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα και διακρίνεται για την αποδοχή της διαφορετικότητας και των ειδικών αναγκών των ατόμων με αναπηρία. Σε αυτή τη φάση αναγνωρίζονται τα δικαιώματα τους και γίνονται οι πρωταρχικές προσπάθειες για τη δημιουργία εκπαιδευτικής πολιτικής που να τους εξυπηρετεί. Αναγνωρίζεται η αξία της ισότητας στην εκπαίδευση και λαμβάνονται μέτρα για την επί ίσοις όροις πρόσβαση των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρίες. Νομοθετείται το δικαίωμα των παιδιών με αναπηρία στη δωρεάν παιδεία από τη μεταπολίτευση και ο πρώτος ολοκληρωμένος νόμος για την ειδική αγωγή θεσμοθετείται το 1981, με σκοπό την ένταξη του ατόμου με αναπηρία στην κοινωνία και στον εργασιακό στίβο.

Παρόλο που οι νόμοι που θεσπίστηκαν για την ειδική αγωγή και εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές ανάγκες άνοιξαν νέους ορίζοντες, ο διαχωρισμός μεταξύ των φυσιολογικών παιδιών και των παιδιών με ειδικές ανάγκες εξακολουθεί να υπάρχει λόγω της ξεχωριστής εκπαίδευσής τους (Σούλης Σ. , 2008). Ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης της ειδικής αγωγής στη γενική εκπαίδευση έγινε το 1985 με το αντίστοιχο νομοσχέδιο, το οποίο καλύπτει τόσο την πολύπλευρη ανάπτυξη των δεξιοτήτων των παιδιών αυτών, όσο και τον «εναγκαλισμό» τους από την κοινωνία. Η κατάληξη όλων αυτών είναι η ενίσχυση της ιδέας της σχολικής ένταξης για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να διασφαλίσει ότι θα υπάρχουν αρκετά βιβλία για τα παιδιά με οπτική αναπηρία που εκτυπώνονται με το σύστημα Μπράιγ (Braille).

Το 2000 εγκρίθηκε ο νόμος 2817/2000, ο οποίος προώθησε την αρχή της ένταξης και ενίσχυσε τις προσπάθειες για την ενσωμάτωση των παιδιών με αναπηρίες στην γενική εκπαίδευση. Με αυτόν τον νόμο ξεκίνησε η αρχή της συνεκπαίδευσης, στην οποία άτομα με ειδικές ανάγκες και αναπηρίες εντάσσονται στην κοινή τάξη με παράλληλη στήριξη, είτε σε τμήματα ένταξης (Πολυχρονοπούλου & Ζαχαρόγεωργα, 2003). Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι αρμόδιο για τη φροντίδα αυτών των ατόμων, ενώ τα Κέντρα Διαγνωστικής Αξιολόγησης Αναπηριών και Υγείας είναι αρμόδια για τη διάγνωσή τους (Ζώνιου-Σιδέρη, Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους. Μια ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της ένταξης, 2011). Το 2008 εγκρίθηκε ο νόμος 3699/2008, ο οποίος θέσπισε τα θεμέλια για τη δημιουργία σχολικών μονάδων ΣΜΕΑΕ και τα Κέντρα Διάγνωσης, Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ), που είναι υπεύθυνα για την έκδοση γνωματεύσεων των παιδιών με αναπηρίες. Τα παιδιά αυτά τοποθετούνται σε τμήμα της κοινής τάξης με παράλληλη στήριξη και την ταυτόχρονη διοργάνωση στοχευμένων δράσεων που αφορούν στον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ψυχοκοινωνική υποστήριξη μαθητών σε σχολικές μονάδες, καθώς και στην ενημέρωση των εκπαιδευτικών για αυτά τα θέματα. Στόχος είναι να υποστηριχθεί αυτό το έργο στις σχολικές μονάδες και να δοθεί η κατάλληλη εκπαίδευση και πληροφόρηση στους εκπαιδευτικούς για το θέμα αυτό.

Μετάβαση στο περιεχόμενο