ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 2022 – Μέρος 3ο
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 4808/2021
Με το Μέρος Ι του Ν. 4808/2021, κυρώθηκε η Σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας «Για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας» και υπάρχει πλέον ένα διευρυμένο πλαίσιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των συμπεριφορών βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Διακηρυκτικός στόχος του νόμου είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος εργασίας που σέβεται, προωθεί και διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε έναν κόσμο εργασίας χωρίς βία και παρενόχληση. Με βάση το άρθρο 12, παρ. 1, του Ν. 4808/2021, κάθε πρόσωπο του άρθρου 3¹ του εν λόγω νόμου, που θίγεται από περιστατικό βίας ή παρενόχλησης σε βάρος του, υπό την έννοια του άρθρου 4, έχει «δικαίωμα, πέραν της δικαστικής προστασίας, προσφυγής ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας και του Συνηγόρου του Πολίτη ως φορέα προώθησης και εποπτείας της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τους ν. 3896/2010 (Α’ 207) και ν. 4443/2016 (Α’ 232).». Επομένως, ο Συνήγορος επιλαμβάνεται υποθέσεων στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η καταγγελλόμενη βία και παρενόχληση στην εργασία συνιστά μορφή απαγορευμένης διάκρισης για ειδικά προβλεπόμενους στους ως άνω δύο νόμους λόγους. Στον ιδιωτικό τομέα η Επιθεώρηση Εργασίας αποκτά ευρύτερη αρμοδιότητα για την εν γένει αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης στην απασχόληση και την εργασία, ανεξάρτητα από τον λόγο που την προκαλεί. Διατηρεί και στις υποθέσεις αυτές τον διαμεσολαβητικό ρόλο που της επιφυλάσσει η νομοθεσία για την εξέταση και την προσπάθεια επίλυσης των εργατικών διαφορών που έχουν τεθεί σε γνώση της, παράλληλα όμως έχει και κυρωτικές αρμοδιότητες σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται παραβίαση της νομοθεσίας. Ακόμη, μπορεί να λάβει μέτρα με άμεση εκτελεστική ισχύ, ενώ, έχει συσταθεί Αυτοτελές Τμήμα στην Επιθεώρηση Εργασίας, για την παρακολούθηση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία (άρθρο 16 του Ν. 4808/2021)². Τέλος, η έμφυλη και η ενδοοικογενειακή βία, αποτελούν επίσης αντικείμενο ρύθμισης του Ν. 4808/2021, καθώς αναγνωρίζεται ότι η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να επηρεάσει την απασχόληση.
Παρενόχληση στην εργασία
H διερεύνηση καταγγελιών παρενόχλησης στον δημόσιο τομέα
Κατ’ αρχήν, οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται να διαβιβάζουν τις καταγγελίες για διάκριση ή παρενόχληση στον Συνήγορο (άρθρο 4, παρ. 5, εδ. β’ του Ν. 3094/2003). Αναφορικά με τα ζητήματα βίας και παρενόχλησης, προβλέπεται στον νόμο ότι με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δύνανται να ορίζονται τα αρμόδια όργανα και να εξειδικεύονται τα μέτρα που δύνανται να ληφθούν στο πλαίσιο πρόληψης και αντιμετώπισης των φαινομένων βίας και παρενόχλησης (άρθρο 22, παράγρ. 4 του Ν. 4808/2021). Με εξαίρεση κάποιες αποσπασματικές ρυθμίσεις, η οικεία υπουργική απόφαση καθυστέρησε να εκδοθεί³, με αποτέλεσμα το διάστημα που μεσολάβησε, οι καταγγελίες για βία και παρενόχληση στο Δημόσιο να εξετάζονται με βάση τις υφιστάμενες πειθαρχικές διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα. Στο πλαίσιο αυτό για τον δημόσιο τομέα δεν υπάρχει κάποια κεντρική υπηρεσία με αρμοδιότητα να παραλαμβάνει, να διαχειρίζεται και να διερευνά καταγγελίες δημοσίων υπαλλήλων για παρενόχληση, όπως υπάρχει το αυτοτελές Τμήμα της Επιθεώρησης Εργασίας που έχει αρμοδιότητα για τον ιδιωτικό τομέα. Οι υποθέσεις αυτές εξετάζονται από τον Συνήγορο μόνο όταν εμπίπτουν σε κάποια μορφή απαγορευμένης διάκρισης. Κατά κανόνα η Αρχή λαμβάνει γνώση των καταγγελιών όταν τα καταγγέλλοντα πρόσωπα απευθύνονται σε αυτή, και όχι επειδή οι σχετικοί φάκελοι διαβιβάστηκαν από τις δημόσιες υπηρεσίες, παρά τη ρητή σχετική υποχρέωση που υπάρχει.
Σύμφωνα με τον υπαλληλικό κώδικα, αν υπάρξει καταγγελία για παρενοχλητική συμπεριφορά από εργαζόμενο, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να διενεργηθεί διοικητική έρευνα. Στην πράξη, η διαδικασία αυτή είναι συνήθως εξαιρετικά μακρά και μπορεί να διαρκέσει και για διάστημα πλέον του έτους. Κατά τη διάρκεια δε της διεξαγωγής της έρευνας, ο καταγγέλλων δεν ενημερώνεται σχετικά με την εξέλιξή της, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν ενημερώνεται ούτε καν για την ολοκλήρωσή της.
Η εμπειρία του Συνηγόρου καταδεικνύει ότι μόνον στην περίπτωση κατά την οποία ο καταγγέλλων έχει κάνει αναφορά στην Αρχή, ενημερώνεται σε πρώτο χρόνο ως προς τις εξελίξεις που υπάρχουν στην υπόθεσή του. Σε αυτή τη φάση, η ενημέρωση γίνεται μέσω των απαντήσεων που λαμβάνει ο Συνήγορος και κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η χρονική στιγμή κατά την οποία ο Συνήγορος ενημερώνεται σχετικά με την καταγγελία και τα πλήρη στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, απέχει από τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα καταγγελθέντα. Aυτό συμβαίνει επειδή συχνά ο καταγγέλλων προσφεύγει στον Συνήγορο, διαμαρτυρόμενος για την καθυστέρηση να ολοκληρωθεί η διερεύνηση της καταγγελίας του, ή επειδή η δημόσια υπηρεσία που διενεργεί την έρευνα δεν του έχει γνωστοποιήσει το αποτέλεσμα αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, ο Συνήγορος ελέγχει όχι μόνον τη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, αλλά και την ορθότητα της διαδικασίας διερεύνησης, όταν αυτή έχει πλέον ολοκληρωθεί.
Με βάση τις υποθέσεις που έχει χειριστεί μέχρι σήμερα ο Συνήγορος, διατυπώνονται οι εξής προβληματισμοί: α) Εκτός από το δικαίωμα της αναφοράς, δεν υπάρχει κάποια ειδική διοικητική διαδικασία για την προστασία του προσώπου που υφίσταται την παρενόχληση, σε αντίθεση με τα ισχύοντα με βάση τον Ν. 4808/2021 στον ιδιωτικό τομέα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, β) οι καταγγέλλοντες δημόσιοι υπάλληλοι δεν νομιμοποιούνται να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσής τους (πχ. να λάβουν γνώση του περιεχομένου των καταθέσεων που έδωσαν οι μάρτυρες της υπόθεσης, να υποστηρίξουν με πρόσθετα στοιχεία την καταγγελία τους), γ) η διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών είναι πολύ χρονοβόρα και δ) οι σχετικές καταγγελίες δεν διαβιβάζονται στον Συνήγορο του Πολίτη, παρά τη σχετική υποχρέωση των υπηρεσιών που τις παραλαμβάνουν.
Εξαιτίας των παραπάνω, οι καταγγέλλοντες έχουν συχνά την εντύπωση ότι θα επιχειρηθεί άτυπη επίλυση ή και συγκάλυψη της υπόθεσής τους, γεγονός που είναι δυνατόν και να αποθαρρύνει την υποβολή καταγγελιών. Ζητούμενο παραμένει πάντως οι σχετικές προβλέψεις να τηρούνται με σχολαστικότητα και να υπάρχει αμεροληψία κατά τη διερεύνηση μιας καταγγελίας, καθώς και ενδιαφέρον για την επί της ουσίας εξέταση αυτής και όχι απλώς αυτή να εξετάζεται τύποις.
(…)
Οι δυσχέρειες της αποδεικτικής διαδικασίας
Η παρενόχληση και ιδίως η σεξουαλική παρενόχληση κατά κανόνα δεν εκδηλώνονται ενώπιον άλλων προσώπων. Ως εκ τούτου, υπάρχουν μεγάλες και κάποτε ανυπέρβλητες δυσχέρειες να αποδειχτούν τα πραγματικά περιστατικά των συμπεριφορών που καταγγέλλονται. Ο Συνήγορος έχει διαπιστώσει ότι σημαντικός αριθμός από τις αναφορές που υποβάλλονται, δεν καθίσταται τελικά δυνατόν να διερευνηθεί, επειδή οι αναφερόμενοι αδυνατούν να συγκεντρώσουν και να προσκομίσουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η δυσκολία αυτή συνδέεται με την έλλειψη αυτοπτών μαρτύρων. Αλλά ακόμη και όταν υπάρχουν εργαζόμενοι αυτόπτες μάρτυρες των επίμαχων περιστατικών, σπάνια συμφωνούν να καταθέσουν όσα γνωρίζουν, επειδή φοβούνται ότι θα απωλέσουν τη θέση εργασίας τους ή ότι θα υποστούν άλλες δυσμενείς συνέπειες.
Στις περιπτώσεις που τελικά προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία, αυτά είναι είτε οπτικοακουστικό και ψηφιακό υλικό, όπως φωτογραφίες, βίντεο, μηνύματα μέσω κινητού τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είτε μαρτυρίες προσώπων. Κατά την έρευνα του Συνηγόρου, εξαντλούνται οι προσπάθειες να αξιοποιηθούν όλα τα στοιχεία του φακέλου που διαβιβάζεται από τις αρμόδιες επιθεωρήσεις εργασίας (υπομνήματα των μερών, εξώδικα, αγωγές, ένορκες βεβαιώσεις κλπ), ή από τις υπηρεσίες του δημοσίου (στοιχεία φακέλου πειθαρχικής έρευνας, καταθέσεις μαρτύρων, τελικό πόρισμα ΕΔΕ κ.λπ.). Κατά την εξέταση των υποθέσεων αυτών και προκειμένου να καταστεί δυνατή η ουσιαστική διερεύνηση της καταγγελίας, ο Συνήγορος αξιοποιεί το θεσμικό εργαλείο της λήψης κατάθεσης ενώπιόν του, όταν υπάρχουν πρόσωπα που είναι διατεθειμένα να προβούν σε κατάθεση. Οι μαρτυρίες αυτές εκτιμώνται συνδυαστικά με τα υπόλοιπα διαθέσιμα στοιχεία του φακέλου. Το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώνεται, αξιολογείται σε συνδυασμό με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση από τον καταγγέλλοντα (απόλυση, μετακίνηση, υποβάθμιση θέσης, προσβολή αξιοπρέπειας, κ.λπ.), προκειμένου να εκτιμηθεί η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια με τον συγκεκριμένο λόγο διάκρισης του οποίου γίνεται επίκληση και να διαμορφωθεί η τελική κρίση του Συνηγόρου.
Η σημασία έγκαιρης προσκόμισης των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων
Παρά τις συνήθεις δυσχέρειες που ανακύπτουν στην αποδεικτική διαδικασία, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα αποδεικτικά μέσα που διαθέτει το καταγγέλλον πρόσωπο είναι απολύτως επαρκή. Ενδεικτική είναι η περίπτωση εργαζόμενης απασχολούμενης ως υπαλλήλου σε βιοτεχνία ενδυμάτων, η οποία προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας ότι υπέστη σεξουαλική παρενόχληση από πρόσωπο που ασκεί εργοδοτικές εξουσίες στην επιχείρηση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, η προσφεύγουσα, η οποία είχε ήδη υποβάλει έγκληση κατά του καταγγελλόμενου, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης. Επίσης, η αναφερόμενη ισχυρίστηκε, ότι, σε συνέχεια της μη ανταπόκρισής της στις προτάσεις του καταγγελλόμενου, έγινε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της από τον εργοδότη – την μετακίνησε σε υποδεέστερη θέση εργασίας. Περαιτέρω, ο εργοδότης ασκούσε πλέον συστηματικά λεκτική και ψυχολογική βία σε βάρος της και τελικά την απέλυσε. Διερευνώντας την υπόθεση, ο Συνήγορος του Πολίτη κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει στοιχεία, κατά την κρίση της, ενισχυτικά των ισχυρισμών της για τα καταγγελθέντα. Η αναφερόμενη με σχολαστικότητα συγκέντρωσε και προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς επίρρωση της καταγγελίας της. Ειδικότερα, προσκόμισε μηνύματα κινητής τηλεφωνίας με συναδέλφους της, με αντικείμενο τα καταγγελθέντα, ιατρική γνωμάτευση ψυχιάτρου, στην οποία αναφερόταν ότι εκείνη είχε εμφανίσει κρίσεις πανικού, διαταραχές ύπνου και συνοδή ψυχοσωματική συμπτωματολογία μετά από ψυχοπιεστικά γεγονότα στον εργασιακό της χώρο. Τέλος, προσκόμισε ένορκη κατάθεση εργαζόμενης, η οποία είχε απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επιχείρηση και η οποία κατέθεσε ότι και εκείνη επανειλημμένως είχε παρενοχληθεί σεξουαλικά από τον καθ’ ου η καταγγελία.
Έχοντας τα παραπάνω στοιχεία στη διάθεσή του, ο Συνήγορος απευθύνθηκε στην επιχείρηση, ενημερώνοντας ότι πλέον φέρει το βάρος να αποδείξει (άρθρο 24 του Ν. 3896/2010) τον ισχυρισμό της, ότι δεν έλαβαν χώρα τα καταγγελθέντα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά και ότι η επιχείρηση προέβη σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την αποκατάσταση του ομαλού εργασιακού κλίματος, στο πλαίσιο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προνοίας του εργοδότη. Ο Συνήγορος επισήμανε ότι η άρνηση ή η απροθυμία συνεργασίας με την Αρχή και η μη ανταπόκριση σε στοιχεία που ζητούνται προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, συνεκτιμώνται κατά την επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης, καθώς και στη διαμόρφωση των διαπιστώσεων του τελικού πορίσματος. Η εργοδοτική πλευρά αρνήθηκε το περιεχόμενο της καταγγελίας και δήλωσε ότι όλοι οι απασχολούμενοι στην επιχείρηση είναι στη διάθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για να εξεταστούν ως μάρτυρες. Τελικά, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του καταγγελλόμενου και ο Συνήγορος διέκοψε την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 7 Ν. 3896/2010 (υπόθεση 309184).
Η εφαρμογή του δικαιώματος αποχώρησης
Ιδιαίτερη σημασία έχει η πρόβλεψη των άρθρων 12 & 19 του Ν. 4808/2021, ότι
«το θύμα βίας και παρενόχλησης μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματός του να αποχωρήσει από τον εργασιακό του χώρο χωρίς στέρηση μισθού, όταν υφίσταται σοβαρός και επικείμενος κίνδυνος για την υγεία και την ασφάλειά του από περιστατικό βίας και παρενόχλησης, ιδίως όταν ο δράστης είναι ο εργοδότης, ή όταν αυτός δεν λαμβάνει πρόσφορα μέτρα κατά την παράγρ. 2 ώστε να αποκαταστήσει την εργασιακή ειρήνη ή όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά να σταματήσουν τη συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης» (άρθρο 12, παράγρ. 3 του ν. 4808/2021). Ο εργοδότης μπορεί να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας με τη διαδικασία του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, όταν θεωρεί ότι δεν υφίσταται ή παύει να υφίσταται κίνδυνος για την υγεία και την ασφάλεια του εργαζόμενου. Ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση προς τον καταγγελλόμενο για παροχή εξηγήσεων αμελλητί, εκδίδεται εντολή με άμεση ισχύ προς τον εργοδότη να λάβει ένα ή περισσότερα προσωρινά μέτρα διάρκειας έως ότου παύσει αποδεδειγμένα να υφίσταται ο επικείμενο κίνδυνος. Τα προσωρινά μέτρα μπορούν να επιβληθούν από τον επιθεωρητή εργασίας που διεξάγει τη διαδικασία ή από το αρμόδιο όργανο που επιλαμβάνεται του ελέγχου και μπορούν να ανακαλούνται ή να διατηρούνται με πόρισμα επί της διαφοράς ή του ελέγχου ή με νέα απόφαση του Επιθεωρητή Εργασίας.
(…)
Εξισορρόπηση ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής Γονικές άδειες
Με τον Ν. 4808/2021, ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο η Οδηγία 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 «σχετικά με την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για τους γονείς και τους φροντιστές και την κατάργηση της Οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου» (άρθρο 24 του ν. 4808/2021). Στο Κεφ. Β’ του Νόμου, με τίτλο
«Κωδικοποίηση Ρυθμίσεων Αδειών σχετικών με την προστασία της οικογένειας», επιχειρήθηκε κωδικοποίηση και εκσυγχρονισμός της ισχύουσας νομοθεσίας για τα θέματα ισορροπίας μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής, στα σημεία που αυτή υπολείπεται των απαιτήσεων της Οδηγίας 1158/2019. Σε αρκετές περιπτώσεις, υιοθετήθηκαν μέτρα ευνοϊκότερα των ενωσιακών απαιτήσεων και παρασχέθηκαν ατομικά, αμεταβίβαστα και, στην πλειονότητά τους, αμειβόμενα δικαιώματα και διευκολύνσεις σε κάθε γονέα ή φροντιστή, ανεξαρτήτως του φύλου ή της οικογενειακής του κατάστασης. Αυτά ευθυγραμμίζονται με τις ρυθμίσεις του Ν. 3896/2010 (Α’ 207) και τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ, καθώς και με το πρωτογενές και δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες ανδρών και γυναικών στην εργασία και απασχόληση.
Εκπαιδευτικό προσωπικό
Ο Συνήγορος έλαβε μεγάλο αριθμό αναφορών από εκπαιδευτικούς που αντιμετωπίζουν προβλήματα κατά τη χορήγηση γονικών αδειών. Οι εν λόγω υποθέσεις εξετάστηκαν και δυνάμει της νέας αρμοδιότητας που έχει ο Συνήγορος, ως φορέας για τα ζητήματα διακρίσεων που ειδικότερα ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής (άρθρο 32 Ν. 4808/2021). Από τα προβλήματα που τέθηκαν υπόψιν του Συνηγόρου, προκύπτει ότι, παρά το γεγονός ότι ο Ν. 4808/2021 βρίσκεται σε ισχύ επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, υπάρχει ακόμη σύγχυση σχετικά με την εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων. Μάλιστα, παρατηρείται διαφοροποίηση στην πρακτική που ακολουθείται από τις κατά τόπον αρμόδιες Διευθύνσεις του Υπουργείου Παιδείας, ως προς τη χορήγηση των εν λόγω αδειών. Ο Συνήγορος απευθύνθηκε για τα ζητήματα αυτά στο Υπουργείο Παιδείας4 και αναφέρθηκε αναλυτικά στα προβλήματα που αναδεικνύονται από τις αναφορές. Παράλληλα, κατέβαλε προσπάθεια να πραγματοποιηθεί και συνάντηση με στελέχη του Υπουργείου, ωστόσο μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει ανταπόκριση. Παρακάτω γίνεται αναφορά στα προβλήματα που εντόπισε ο Συνήγορος για τις εν λόγω άδειες και στις προτάσεις που διατύπωσε προς το Υπουργείο.
Χορήγηση της εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου σε νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς – Η ανάγκη να εφαρμοστεί άμεσα η υπ’ αριθμ. 2367/2021 απόφαση του ΣτΕ
Το Υπουργείο Παιδείας είχε εκδώσει την υπ’ αριθμ. 108357/Ε3/21.8.2020 πράξη της Προϊσταμένης της Γενικής Δ/νσης Εκπαιδευτικού Προσωπικού Α΄βάθμιας και Β΄βάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας για το ζήτημα της εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου. Η πράξη αυτή είχε θεωρηθεί ερμηνευτική εγκύκλιος και αντικατέστησε παλαιότερη εγκύκλιο του Υπουργείου, τροποποιώντας και σχετικοποιώντας την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Και τούτο επειδή δημιούργησε αυθαίρετη διάκριση μεταξύ νεοδιόριστων υπαλλήλων που έχουν τέκνα 0-2 ετών και 2-4 ετών και αποστέρησε το δικαίωμα λήψης της άδειας ανατροφής από τη δεύτερη κατηγορία. Η εφαρμογή της εγκυκλίου αυτής είχε ως συνέπεια την υποβολή μεγάλου αριθμού αναφορών στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος ζήτησε από το Υπουργείο την ακύρωσή της. Ωστόσο, το Υπουργείο συνέχισε να την εφαρμόζει. Τελικά με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2367/2021 απόφασης του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εγκύκλιος ακυρώθηκε, με την αιτιολογία ότι η πράξη αυτή «δεν αποδίδει ισχύον δίκαιο, αλλά εισάγει νέα ρύθμιση κανονιστικού περιεχομένου, αντίθετη προς τις ισχύουσες διατάξεις, η οποία στερείται μάλιστα νομοθετικού ερείσματος». Πλέον, το Υπουργείο χορηγεί την εννεάμηνη άδεια ανατροφής στους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς οι οποίοι υποβάλλουν σχετική αίτηση μετά την δημοσίευση της παραπάνω απόφασης του ΣτΕ. Ωστόσο, ο Συνήγορος υποστήριξε ότι πρέπει να επανεξεταστούν τα αιτήματα εκπαιδευτικών, οι οποίοι, λόγω της ηλικίας του τέκνου τους, έχουν χάσει πια το δικαίωμα να λάβουν την εν λόγω γονική άδεια, ενώ, όταν την είχαν αιτηθεί, πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου.
Χορήγηση γονικής άδειας άνευ αποδοχών (άρθρο 28 Ν. 4808/2021 και άρθρο 56 Ν. 4830/2021)
Τόσο οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί όσο και οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί δικαιούνται αδείας άνευ αποδοχών, διάρκειας τεσσάρων μηνών οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί (άρθρο 28 Ν. 4808/2021) και έως πέντε ετών οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί (άρθρο 56 του ν. 4830/2021). Η άδεια επιδοτείται, κατ’ αρχήν, για διάστημα δύο μηνών, ενώ διάστημα τεσσάρων μηνών της αδείας αυτής λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
Ο Συνήγορος του Πολίτη δέχτηκε πλήθος αναφορών από εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αιτήθηκαν την παραπάνω άδεια στην αρμόδια Διεύθυνση Εκπαίδευσης, αλλά, με την επίκληση του άρθρου 16 περ. Ε΄ του Ν. 1566/1985, το Υπουργείο Παιδείας τους επέβαλε να την λάβουν σε χρονικό διάστημα ώστε καταληκτική ημερομηνία αυτής να είναι η 31η Αυγούστου της συγκεκριμένης σχολικής χρονιάς, ημερομηνία λήξης του σχολικού έτους. Σύμφωνα με τη Γνμ. 80/2016 του ΝΣΚ, η διάταξη αυτή θεωρείται ειδικότερη , εφ’ όσον ρυθμίζει το καθεστώς χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών ειδικά στους εκπαιδευτικούς, και ισχύει συμπληρωματικά οποιαδήποτε άλλη διάταξη για τη γονική άδεια άνευ αποδοχών.
Η θέση του Συνηγόρου είναι ότι οι εκπαιδευτικοί δικαιούνται να λαμβάνουν, κατόπιν έγκαιρης ενημέρωσης, τη γονική άδεια ανατροφής τέκνου άνευ αποδοχών κατά τα διαστήματα που οι ίδιοι επιθυμούν, χωρίς να είναι απαραίτητο καταληκτική ημερομηνία αυτής να είναι η 31η Αυγούστου εκάστου έτους. Στο Υπουργείο εναπόκειται να ρυθμίσει τη διαδικασία υποβολής της σχετικής αίτησης, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η αναπλήρωση των γονέων εκπαιδευτικών που λαμβάνουν τη συγκεκριμένη άδεια. Σε καμία περίπτωση πάντως, οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να αποστερούνται το δικαίωμα να κάνουν χρήση της εν λόγω αδείας για λόγους ανεπαρκούς οργάνωσης ή ελλιπούς προγραμματισμού από μέρους του Υπουργείου.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4808/2021 «11. Ο χρόνος απουσίας των εργαζομένων από την εργασία τους λόγω γονικής άδειας λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό των αποδοχών τους, τη χορήγηση της κανονικής άδειας απουσίας και του επιδόματος αδείας, την επαγγελματική εξέλιξη, καθώς και για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσής τους». Ο Συνήγορος έλαβε αναφορές από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, οι οποίοι διαμαρτύρονται επειδή δεν αναγνωρίστηκε ως προϋπηρεσία το χρονικό διάστημα της άδειας άνευ αποδοχών του Ν. 4808/2021, διάρκειας τεσσάρων μηνών, που τους χορηγήθηκε. Κατά το παρελθόν, το Υπουργείο δεν προσμετρούσε την αντίστοιχη άδεια του Ν. 4075/2021 ως προϋπηρεσία για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς. Και για το ζήτημα αυτό είχε διαμεσολαβήσει ο Συνήγορος, όμως, το Υπουργείο είχε εμείνει στη θέση του. Αναφορικά με τη γονική άδεια του Ν. 4808/2021, συντρέχει ευθεία προσβολή τόσο του άρθρου 28, παράγρ. 11 του Ν. 4808/2012 όσο και της σχετικής Οδηγίας 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, διατάξεις της οποίας ενσωματώνει ο νόμος.
Επέκταση της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας (αρθ. 36 παρ.2 του Ν. 4808/2021) στις αναπληρώτριες και ωρομίσθιες εκπαιδευτικούς
Ο Συνήγορος έχει δεχθεί πλήθος αναφορών από αναπληρώτριες εκπαιδευτικούς, οι οποίες διαμαρτύρονται επειδή δεν λαμβάνουν την ειδική παροχή προστασίας της μητρότητας του άρθρου 142 του Ν. 3655/2008, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 43 του Ν. 4997/2022. Σημειωτέον ότι η εν λόγω άδεια έχει πλέον επεκταθεί και στις εργαζόμενες που απασχολούνται στον δημόσιο τομέα, αφότου τέθηκε σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του Ν. 4808/2021. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με το Κεφ. Β΄ του Νόμου 4808/2021, ο νομοθέτης επιδίωξε την κωδικοποίηση και τον εκσυγχρονισμό των ρυθμίσεων για τις άδειες που στοχεύουν στην προστασία της οικογένειας. Περαιτέρω, όμως, επιδίωξε να επεκταθούν δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και σε εργαζόμενους του Δημοσίου, εφόσον, εφαρμόζεται σε αυτούς η εργατική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της έμμισθης εντολής, καθώς και σε συμβάσεις ή σχέσεις μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, του άρθρου 115 του Ν. 4052/2012.
Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του Ν. 4808/2021, όπως διευκρινίστηκε με τη σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, επεκτάθηκε η χορήγηση της ειδικής εξάμηνης άδειας προστασίας της μητρότητας στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση πλήρους ή μερικής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα όπως ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 4720/2014, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 142 του Ν. 3655/2008. Προβλέπεται ότι η παροχή θα καταβάλλεται από τον φορέα στον οποίο ανήκει οργανικά η υπάλληλος ή από τον φορέα στον οποίο υπηρετεί και από τον οποίο μισθοδοτείται. Το ποσό της επιδότησης είναι ίσο με τον κατώτατο μισθό, όπως κάθε φορά καθορίζεται με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σημειώνουμε ότι η επέκταση αυτή αποτελούσε πάγια πρόταση του Συνηγόρου του Πολίτη, ήδη από το έτος 20105, δεδομένων των μεγάλων ανισοτήτων που είχε διαπιστώσει και επισημάνει στα αρμόδια Υπουργεία. Μετά από την πρόσφατη νομοθετική εξέλιξη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διαφορετική μεταχείριση ειδικά για τις αναπληρώτριες και ωρομίσθιες εκπαιδευτικούς, ως προς το δικαίωμα στην ειδική άδεια προστασίας της μητρότητας. Αντιθέτως, οι δύο παραπάνω κατηγορίες εκπαιδευτικών, ως εργαζόμενες με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τις λοιπές εργαζόμενες με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο, σε ότι αφορά τις ανάγκες ιδιαίτερης φροντίδας των τέκνων τους.
Ως εκ τούτου, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί επιβεβλημένη την επέκταση της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας έξι μηνών και στις αναπληρώτριες εκπαιδευτικούς, οι οποίες εργάζονται στη δημόσια εκπαίδευση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, προτείνει την εν λόγω επέκταση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του Ν. 4808/2021, σε αντικατάσταση της ειδικής άδειας ανατροφής τέκνου διάρκειας τριών μηνών και δεκαπέντε ημερών που είχε θεσπιστεί με τη διάταξη του άρθρου 26 του Ν. 4599/2019.
Ιατρικό προσωπικό
Εργαζόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε Νοσοκομείο ως επικουρικό προσωπικό, διαμαρτυρήθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη, διότι ο εργοδότης αρνήθηκε να της χορηγήσει την ειδική εξάμηνη άδεια προστασίας της μητρότητας του άρθρου 142 του Ν. 3655/2008. Η απόρριψη του αιτήματος αιτιολογήθηκε με την επίκληση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών και έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού, ενώ η αιτούσα ενημερώθηκε ότι η άδεια θα χορηγούνταν πιθανώς μελλοντικά, όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες το επέτρεπαν. Κατ’ αρχήν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του Ν. 4808/2021, η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας επεκτάθηκε και στο προσωπικό με σχέση πλήρους ή μερικής απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε υπηρεσίες του δημοσίου τομέα, κατά το μέρος που εφαρμόζεται σε αυτούς η εργατική νομοθεσία και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 142 του Ν. 3655/2008. Σύμφωνα δε με τις οικείες διατάξεις, η εργαζόμενη δικαιούται να λάβει την ειδική άδεια προστασίας μητρότητας, αμέσως μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας. Αν δεν κάνει χρήση της προβλεπόμενης, από την οικεία ΕΓΣΣΕ, ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, τη δικαιούται αμέσως μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας. Επίσης, για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος δεν απαιτείται συμφωνία ή συναίνεση του εργοδότη, παρά αρκεί η μονομερής και απευθυντέα δήλωση της εργαζόμενης (με την υποβολή της σχετικής αίτησης) ότι πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της και να λάβει την ανωτέρω άδεια. Μετά από την παρέμβαση του Συνηγόρου, η άδεια χορηγήθηκε στην εργαζόμενη (υπόθεση 318008).
Επιστημονικές συνεργάτιδες στη Βουλή
Ο Σύλλογος Επιστημονικών Συνεργατών Βουλευτών και οι άμεσα ενδιαφερόμενες διαμαρτυρήθηκαν στον Συνήγορο του Πολίτη επειδή οι τελευταίες δεν λάμβαναν την ειδική παροχή προστασία μητρότητας. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με πρόσφατη τροποποίηση του Ν. 4808/2021, η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας χορηγείται πλέον και στις απασχολούμενες με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου στον δημόσιο τομέα. Το καθεστώς απασχόλησης των επιστημονικών συνεργατών βουλευτή παρουσιάζει ιδιομορφίες, καθώς αυτοί προσλαμβάνονται μεν από τον εκάστοτε βουλευτή, αλλά η Βουλή υποχρεούται να καταβάλει τις αποδοχές τους και τη νόμιμη αποζημίωση καταγγελίας σε περίπτωση απόλυσης, καθώς και να παρακρατεί και να αποδίδει τις ασφαλιστικές εισφορές στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα. Ειδικότερα, βάσει της απόφασης 4775/1982 (άρθρα 3-6), η Βουλή υποχρεούται να καταβάλλει συγκεκριμένα ποσά στους γραμματείς/ επιστημονικούς συνεργάτες βουλευτών, ενώ κάθε άλλη από την πλευρά τους αξίωση μισθολογικού χαρακτήρα δεν βαρύνει τη Βουλή. Ενόψει αυτού, η Βουλή αρνούνταν να καταβάλει στις εν λόγω εργαζόμενες το ποσό που αντιστοιχεί στην ειδική παροχή προστασίας μητρότητας. Παράλληλα, ο ΟΑΕΔ αρνούνταν να τους χορηγήσει την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας, με την αιτιολογία ότι ο εκάστοτε βουλευτής «δεν αποτελεί επιχείρηση ή εκμετάλλευση». Ο Συνήγορος του Πολίτη έθεσε το ζήτημα στη Γενική Γραμματεία Δημογραφικής, Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων. Με την παρέμβαση της, η ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) πλέον επιδοτεί τις επιστημονικές συνεργάτιδες βουλευτών με την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές τυπικές προϋποθέσεις του νόμου (βεβαίωση εργοδότη, απαιτούμενος αριθμός ενσήμων κ.λπ.) (υπόθεση 314490, 319758).
Χορήγηση άδειας πατρότητας
Πέρα από τις εργαζόμενες μητέρες, η ειδική προστασία από τις καταχρηστικές καταγγελίες συμβάσεων εργασίας επεκτείνεται πλέον και στους εργαζόμενους πατέρες. Η υπόθεση που ακολουθεί αναδεικνύει τα δεδομένα της προβλεπόμενης προστασίας και της παρέμβασης του Συνηγόρου.
Νεοπροσληφθείς εργαζόμενος προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, διαμαρτυρόμενος επειδή καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που είχε, αμέσως μετά από τη γέννηση του τέκνου του και αφού υπέβαλε αίτημα να λάβει άδεια πατρότητας. Κατ’ αρχήν, δυνάμει του άρθρου 27 του Ν. 4808/2021, κάθε εργαζόμενος πατέρας δικαιούται άδεια πατρότητας δεκατεσσάρων εργασίμων ημερών με αποδοχές, η οποία πρέπει να λαμβάνεται κατά τη γέννηση του τέκνου. Η άδεια αυτή είναι δυνατόν: α) να χορηγείται δύο ημέρες πριν την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού, οπότε οι υπόλοιπες δώδεκα ημέρες χορηγούνται, συνολικά ή τμηματικά, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία γέννησης ή β) να χορηγείται μετά την ημερομηνία γέννησης. Η εργοδότρια εταιρεία υποστήριξε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είχε γίνει προφορικά την ημέρα της πρόσληψης του εργαζόμενου -επειδή αυτός εμφάνισε απρεπή συμπεριφορά προς πελάτισσες της επιχείρησης και είχε προηγηθεί από την γέννηση του τέκνου του. Κατά την εταιρεία, δύο ημέρες αργότερα κοινοποιήθηκε στον εργαζόμενο το έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Αφού διερεύνησε τα στοιχεία της υπόθεσης και τα εκτίμησε ελεύθερα, αξιοποιώντας και τον κανόνα της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, ο Συνήγορος κατέληξε ότι η καταγγελία της σύμβασης έλαβε χώρα μετά τη γέννηση του τέκνου του εργαζόμενου, ότι αυτός υπαγόταν στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984 όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 48 παρ. 4 του Ν. 4808/2021 και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είχε γίνει χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου. Με βάση την άμεση χρονική σύνδεση του έκτακτου γεγονότος του τοκετού, της υποβολής του αιτήματος για άδεια πατρότητας από τον εργαζόμενο και της καταγγελίας χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εργοδότρια εταιρεία δεν απέδειξε άλλο λόγο απόλυσης, κατ΄ επιταγή του άρθρου 48 παρ. 3 Ν. 4808/2021, ο Συνήγορος έκρινε ότι η απόλυση έγινε και κατά παράβαση του άρθρου 48 παρ. 1 του Ν. 4808/2021, επειδή ο εργαζόμενος ζήτησε να λάβει άδεια πατρότητας. Κατόπιν, ο Συνήγορος εισηγήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων (υπόθεση 319444).
Έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία
Η έμφυλη και η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα εξαιρετικά ανησυχητικό φαινόμενο. Ο Συνήγορος του Πολίτη ως εθνικός φορέας παρακολούθησης και προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με κάθε ευκαιρία τονίζει την ιδιαίτερη σημασία του ζητήματος καθώς και τις αρνητικές επιπτώσεις του, εκτός των άλλων, στον οικογενειακό και εργασιακό βίο των θυμάτων.
Τα τελευταία χρόνια σημείο αναφοράς και για τα θέματα της ενδοοικογενειακής βίας ήταν η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα ένεκα αυτής, που είχαν ως συνέπεια πολλά από τα θύματα να παραμένουν κυριολεκτικά εγκλωβισμένα με τους κακοποιητές τους. Συνήθως, τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας είναι γυναίκες και νεαρά κορίτσια ή αγόρια. Ωστόσο, η Αρχή έχει δεχθεί αναφορές για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, ατόμων με αναπηρία και ηλικιωμένων ατόμων ανεξαρτήτως φύλου. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι και θύματα πολλαπλών διακρίσεων (π.χ. γυναίκες ρομά, γυναίκες μετανάστριες, γυναίκες δικαιούχοι ή αιτούσες διεθνή προστασίας, γυναίκες με αναπηρία, ηλικιωμένοι/-ες με αναπηρία κ.α), χωρίς, ωστόσο, να διαθέτουν ευχερή -και σαφώς όχι ισότιμηδυνατότητα προσφυγής σε μηχανισμούς προστασίας.
Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο αποσκοπεί στην προστασία των θυμάτων με ένα πλέγμα διατάξεων που συνδυάζει την εθνική νομοθεσία με την προστασία που προκύπτει από κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος. Ως ενδοοικογενειακή βία νοείται σύμφωνα με τον Ν. 3500/2006 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 4531/2018), η τέλεση αξιόποινων πράξεων σε βάρος μέλους της οικογένειας, στις οποίες περιλαμβάνονται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη (άρθρο 6), η ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή (άρθρο 7), ο βιασμός και η κατάχρηση σε ασέλγεια (άρθρο 8), η ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 9), καθώς και η ανθρωποκτονία από πρόθεση και η θανατηφόρα σωματική βλάβη (άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στους μόνιμους συντρόφους και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ΄ αυτών, στους τέως συζύγους, στα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και στους τέως μόνιμους συντρόφους (άρ. 11, παρ. 2, περ. γ΄Ν. 3500/2006 όπως ισχύει).
Παράλληλα, με τον Ν. 4531/2018, κυρώθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης). Ο σκοπός της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, κατά το άρθρο 1 αυτής, συνίσταται, μεταξύ άλλων, «α. στην προστασία των γυναικών ενάντια σε όλες τις μορφές βίας, καθώς και την πρόληψη, την ποινική δίωξη και εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. […] γ. τον σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, πολιτικών και μέτρων για την προστασία και την υποστήριξη όλων των θυμάτων βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. […].». Κατά τη Σύμβαση, ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» περιλαμβάνει όλες τις πράξεις σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή της οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, είτε ο δράστης διαμένει ή διέμενε στην ίδια κατοικία με το θύμα, είτε όχι (άρθρο 3).
Συναφώς, με τον Ν. 4604/2019 θεσπίσθηκε ένα συνεκτικό πλαίσιο κανόνων με αντικείμενο την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας που καλύπτεται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Η έμφυλη και η ενδοοικογενειακή βία, αποτελούν επίσης αντικείμενο ρύθμισης και της Διεθνούς Σύμβασης 190 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ), η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 4808/2021, καθώς αναγνωρίζεται ότι η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να επηρεάσει την απασχόληση. Για τον λόγο αυτό, υπάρχει υποχρέωση για την προστασία της απασχόλησης και υποστήριξη των εργαζομένων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, κατά το δυνατόν, με κάθε πρόσφορο μέσο ή εύλογη προσαρμογή.
Τέλος, σε επίπεδο πολιτικών, η Ελλάδα δεσμεύεται από την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Ισότητα των Φύλων (2020-2025), δέσμευση που αποτυπώνεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ισότητα των φύλων 2021-2025.
Παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζονται κατά βάση στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης, από τις συναφείς αναφορές που έχουν κατατεθεί στην Αρχή, τρία είναι τα κύρια σημεία διαπιστώσεων:
Πρώτον, η πληροφόρηση των θυμάτων για τα δικαιώματά τους εξακολουθεί να είναι αποσπασματική ή ελλιπής. Χωρίς να υποτιμώνται ή να παραγνωρίζονται οι εκστρατείες ενημέρωσης για την προστασία από την ενδοοικογενειακή βία, φαίνεται ότι πολλά θύματα εξακολουθούν να μη γνωρίζουν τα δικαιώματά τους ή/και τις αρχές, στις οποίες θα πρέπει να απευθυνθούν. Σημαντικός αριθμός αναφορών, οι οποίες υποβάλλονται στον Συνήγορο του Πολίτη, είτε από θύματα, είτε από άτομα του οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντός τους, έχουν ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών ως προς τη διαδικασία υποβολής καταγγελίας, τη νομική συνδρομή, την ψυχοκοινωνική στήριξη, την αναζήτηση στέγης κ.α. Κατά κανόνα, όσο πιο ευάλωτο είναι το θύμα και ιδίως σε περιπτώσεις πολλαπλής ευαλωτότητας (π.χ. κατάσταση υγείας, φυλετική καταγωγή, αλλοδαπότητα, κλπ), τόσο μεγαλύτερη είναι η δυσκολία πρόσβασης στην πληροφορία και στις αρμόδιες υπηρεσίες.
Δεύτερον, τα θύματα φαίνεται να εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα κατά τη διαδικασία καταγγελίας περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στις αρμόδιες αρχές. Σύμφωνα με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, οφείλουν σε περίπτωση καταγγελίας περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας, να κινούν αυτεπάγγελτα την ποινική δίωξη των εγκλημάτων αυτών και να μη θεωρούν απαραίτητη την υποβολή εγκλήσεως. Επιπλέον, για τα αδικήματα αυτά εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία. Προβλέπεται επίσης η αρωγή των θυμάτων, αλλά και η υποχρέωση των αστυνομικών αρχών να ενημερώνουν το θύμα ενδοοικογενειακής βίας για την αυτόφωρη διαδικασία, τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, την παροχή αρωγής, αλλά και τους αρμόδιους για την παροχή αυτής φορείς. Ωστόσο, σε αναφορές που έχουν υποβληθεί στον Συνήγορο του Πολίτη για τα ανωτέρω θέματα, τα θύματα διαμαρτύρονται για την έλλειψη επαγγελματισμού των αστυνομικών αρχών (π.χ. την απουσία γυναικών αστυνομικών κατά την διαδικασία σε περίπτωση έμφυλης βίας, την ελλιπή παροχή αρωγής στα θύματα αρμόδιας εισαγγελικής αρχής) (ενδεικτικά υπόθεση 324155).
Τρίτον, εντοπίζονται δυσχέρειες πρόσβασης στην παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας (Ν. 3226/2004), θεσμό απόλυτα ουσιώδη για την προστασία των θυμάτων. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι λόγω της έλλειψης σαφών οδηγιών αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία για την παροχή νομικής βοήθειας, τα θύματα, που θα μπορούσαν να λάβουν τη σχετική βοήθεια, είτε δεν ενημερώνονται ορθά από τους δικηγόρους και τους συμβούλους στα συμβουλευτικά κέντρα της χώρας, είτε αποκλείονται από το βοήθημα λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων από τα αρμόδια δικαστήρια (Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία). Ενδεικτική είναι η αναφορά που υποβλήθηκε από νομικό σύμβουλο κέντρου συμβουλευτικής γυναικών σε Δήμο της χώρας σύμφωνα με την οποία, κατά την εξέταση των σχετικών αιτημάτων για την παροχή νομικής βοήθειας σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ορισμένα δικαστήρια απορρίπτουν το σχετικό αίτημα σε περίπτωση που οι αιτούσες έχουν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία (π.χ. αγροτεμάχιο), έστω και αν δεν τους αποφέρει εισόδημα, και ενώ στερούνται άλλων εισοδημάτων. Ο Συνήγορος του Πολίτη έθεσε το ζήτημα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης επισημαίνοντας ότι ο σκοπός του νόμου είναι να παρασχεθεί νομική συνδρομή σε ευπαθή οικονομικά άτομα, στα οποία περιλαμβάνονται και θύματα έμφυλης, ενδοοικογενειακής και ρατσιστικής βίας και ζήτησε να εκδοθούν γενικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις για την εφαρμογή του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Πρόσφατα, υπογράφηκε Πρωτόκολλο Συνεργασίας μεταξύ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ), της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (ΓΓΔΟΠΙΦ) και του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) για την παροχή νομικής βοήθειας σε γυναίκες θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, η οποία θα προσφέρεται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, προκειμένου οι γυναίκες να προσφεύγουν στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια για την προστασία τους και την διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους.
Σε μια χρονιά με πολυάριθμα περιστατικά έμφυλης βίαςκαι ιδίως γυναικοκτονιών καθίσταται περισσότερο από ποτέ επιτακτική η ανάγκη λήψης μέτρων για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, την αποτελεσματική προστασία των θυμάτων, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι γυναίκες, καθώς η υποστήριξη και η αρωγή των θυμάτων από την πλευρά των φορέων της πολιτείας αποτελεί υποχρέωση από τον νόμο αλλά και ηθικό και κοινωνικό καθήκον.
- «Στο παρόν Μέρος εμπίπτουν εργαζόμενοι και απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα, ανεξάρτητα από το συμβατικό τους καθεστώς, συμπεριλαμβανομένων των απασχολούμενων με σύμβαση έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έμμισθης εντολής, των απασχολούμενων μέσω τρίτων παρόχων υπηρεσιών, καθώς και άτομα που παρακολουθούν κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των ασκούμενων και των μαθητευόμενων, εθελοντές, εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας έχει λήξει, καθώς και άτομα που αιτούνται εργασία και εργαζόμενοι στην άτυπη οικονομία».
- Βλ. και Ειδική Έκθεση του Συνηγόρου για την Ίση Μεταχείριση 2021, σελ. 75-77, στην ιστοσελίδα www.synigoros.gr.
- ΥΑ ΔΙΔΑΔ/Φ.64/946/οικ.858/2023 (ΦΕΚ Β’343/19.1.2023) που τροποποιήθηκε με την ΥΑ ΔΙΔΑΔ/Φ.64/996/οικ.6766/2023 (ΦΕΚ Β’2561/19.4.2023).
- Με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 313674/66483/6.12.2022 έγγραφο. Για το ζήτημα αυτό βλ. και ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
- «Προϋποθέσεις και διαδικασία χορήγησης της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας», Οκτώβριος 2010, σελ. 12-14.