ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΥΦΛΩΝ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ – Ειδική Έκθεση 2021: Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες – Μέρος 8ο

Σεπ 20, 2022 | Διακηρύξεις - Εκθέσεις, ΕΟΤ

  1. Πανδημία

 

7.1.        Υποχρεωτικός εμβολιασμός παιδιών με αναπηρίες για ένταξη σε δομές ανοιχτής κοινωνικής φροντίδας

Την Αρχή απασχόλησε το ζήτημα της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού παιδιών και ενηλίκων με αναπηρίες που τέθηκε ως προϋπόθεση -στη βάση διάταξης νόμου και σχετικής εγκυκλίου- για την ένταξη σε Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών και Ατόμων με Αναπηρία (Κ.Δ.Α.Π.ΑμεΑ) και σε Κέντρα Διημέρευσης και Ημερήσιας Φροντίδας (Κ.Δ.Η.Φ.). Η Αρχή, κατόπιν σχετικών αναφορών γονέων, προώθησε έγγραφο στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναδεικνύοντας τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν, ανεξαρτήτως των υιοθετούμενων απόψεων ως προς το ζήτημα του εμβολιασμού κατά του COVID-19.

Η Αρχή υπογράμμισε στους αναφερόμενους ότι, στο βαθμό που το ζήτημα του εμβολιασμού ενέχει επιστημονική ιατρική κρίση, εκφεύγει της αρμοδιότητας του Συνηγόρου του Πολίτη. Όπως άλλωστε εξηγήθηκε στους γονείς, η αρμοδιότητα της επιστημονικής κρίσης για τον εμβολιασμό, την επικινδυνότητα και τις ενδεχόμενες συνέπειές του άνηκε στην Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, η οποία είχε ήδη αποφανθεί με βάση τα έως τότε επιστημονικά δεδομένα. Η πρόθεση, ωστόσο, του νομοθέτη να επιβάλει υποχρεωτικότητα εμβολιασμού σε πληθυσμό ανηλίκων με βαριές αναπηρίες -σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τους συνομήλικούς τους, αλλά και τμήματα του ενήλικου πληθυσμού- προβλημάτισε την Αρχή.

Συγκεκριμένα, οι νομικοί και δικαιοπολιτικοί προβληματισμοί που τέθηκαν αναφορικά με τη θεσμοθετημένη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας σε ανήλικα και ενήλικα άτομα με αναπηρίες, τα οποία λαμβάνουν υπηρεσίες σε δομές ανοιχτής φροντίδας (Κ.Δ.Α.Π.ΑμεΑ και Κ.Δ.Η.Φ.), αφορούσαν τις εξής πτυχές:

–              η έκδοση εγκυκλίου δεν αντικαθιστά την προβλεφθείσα -βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης- θέσπιση κανονιστικού πλαισίου,

–              το γεγονός ότι η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών έκρινε ότι συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (παιδιά εφηβικής ηλικίας) δύναται να εμβολιαστεί, δεν συνεπάγεται και την άνευ άλλου τινός θέσπιση του υποχρεωτικού εμβολιασμού συγκεκριμένης κατηγορίας παιδιών, δίχως μάλιστα να εξεταστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ευάλωτου και ετερογενή πληθυσμού παιδιών με αναπηρίες,

–              η ίδια επιτροπή, εξάλλου, τόνιζε ότι για τον εμβολιασμό των παιδιών είναι απαραίτητη η ενημερωμένη συγκατάθεση των γονέων, όπως προβλέπει και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας αναφορικά με τους ανήλικους,

–              η γραμματική διατύπωση της διάταξης φανερώνει ότι η διάταξη είχε, καταρχάς, ως σκοπό την προφύλαξη ατόμων που διαβιούν μαζί μόνιμα υπό τη φροντίδα της Πολιτείας, σε δομές κλειστής και όχι ανοιχτής κοινωνικής φροντίδας,

–              σε κάθε περίπτωση, για τα άτομα με αναπηρίες που δεν τελούν υπό τη φροντίδα της Πολιτείας και λαμβάνουν υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας σε ανοιχτές δομές, οι έχοντες τη γονική μέριμνα ή τη δικαστική συμπαράσταση και τη φροντίδα τους, αν όχι οι ίδιοι, αποφασίζουν νομίμως και όχι οι εκπρόσωποι της Πολιτείας,

–              η διάταξη περιλαμβάνει έμμεσα τους ανήλικους με αναπηρία, χωρίς αυτό να προκύπτει ρητά, ενώ για κάθε παρόμοιο μέτρο που αφορά σε παιδιά θα έπρεπε να διασφαλίζεται αυξημένη προστασία στη βάση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού,

–              η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού κατά του COVID-19 δεν περιλαμβάνει όλους τους ανήλικους, αλλά μόνο παιδιά με σοβαρές αναπηρίες, τα οποία υφίστανται διάκριση στη βάση της αναπηρίας τους, καθώς ο ανήλικος πληθυσμός βρίσκεται με άνισο τρόπο εκτεθειμένος απέναντι σε ενδεχόμενους κινδύνους του εμβολιασμού, αντίθετα με ό,τι επιτάσσουν νομοθετήματα αυξημένης ισχύος37,

–              δεν έχει επιβληθεί υποχρεωτικότητα εμβολιασμού κατά του COVID-19 στο σύνολο του ενήλικου πληθυσμού «για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας» κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με συνέπεια να είναι δικαιοπολιτικά επισφαλής η επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού σε ανήλικα άτομα, χρήζοντα αυξημένης προστασίας, ευρισκόμενα σε φάση ανάπτυξης και πιο ευάλωτα από τον ενήλικο πληθυσμό,

–              τα παιδιά με αναπηρίες μπορεί να έχουν ειδικές νευρολογικές ή άλλες συνοδευτικές παθήσεις, οι συνέπειες του εμβολιασμού επί των οποίων δεν είναι ακόμα γνωστές ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η προστασία τους,

–              δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι ειδικές συνέπειες που ενδέχεται να έχει η εφαρμογή μίας διάταξης μείζονος κοινωνικής σημασίας για άτομα με αναπηρίες, σύμφωνα και με τη νομοθεσία που προβλέπει τη συμβατότητα κάθε νομοθετικής διάταξης με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (38),

–              το προσωπικό των δομών κοινωνικής φροντίδας υποχρεούται να εμβολιαστεί, κατά συνέπεια δεν αιτιολογείται επαρκώς με ποιο τρόπο τα ανεμβολίαστα παιδιά με αναπηρίες που έρχονται σε επαφή μόνο με εμβολιασμένο προσωπικό σε Κ.Δ.Α.Π.ΑμεΑ ή Κ.Δ.Η.Φ. αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία περισσότερο από τα παιδιά στα σχολεία, πολλώ δε μάλλον όταν το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν είναι υποχρεωτικά εμβολιασμένο ενώ ο συγχρωτισμός είναι πολύ μεγαλύτερος,

–              τυχόν αποκλεισμός από τις υποστηρικτικές δομές ανοιχτής κοινωνικής φροντίδας κατά το χρονικό διάστημα της πανδημίας ελλοχεύει κινδύνους για τα παιδιά με αναπηρίες, καθώς οι δομές αυτές υποστηρίζουν το άτομο και τις οικογένειες ενάντια σε ενδεχόμενο κοινωνικό αποκλεισμό, παραμέληση, βία και ιδρυματοποίηση,

–              σε αντίστοιχες δομές κοινωνικής φροντίδας παιδιών χωρίς αναπηρίες, όπως τα Κ.Δ.Α.Π., δεν προβλέπεται καν εμβολιασμός του προσωπικού,

–              τα μέτρα πρόληψης κατά του κορονοϊού δεν είναι συνεκτικά, καθώς τα ίδια παιδιά που καλούνται να εμβολιαστούν υποχρεωτικά, προκειμένου να γίνουν δεκτά σε Κ.Δ.Α.Π.ΑμεΑ, φοιτούν σε γενικά ή ειδικά σχολεία όπου ο αριθμός παιδιών -ανά τάξη και εκτός αιθουσών- είναι μεγαλύτερος, χωρίς να υφίσταται παρόμοια υποχρέωση εμβολιασμού για τα παιδιά ή τους εκπαιδευτικούς.

Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων φαίνεται να έκανε εν μέρει δεκτή την άποψη της Αρχής. Κατόπιν έκδοσης τροποποιητικής υπουργικής απόφασης (39), επεκτάθηκαν -πέρα από συγκεκριμένες παθήσεις- οι λόγοι απαλλαγής φυσικών προσώπων από τον εμβολιασμό κατά του COVID-19, με την πρόβλεψη (άρθρο 1 παρ. 2) ότι εξαιρούνται από την εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19 «… περ. ζ) Τα άτομα με αναπηρία που αδυνατούν να υποβληθούν στη διαδικασία του εμβολιασμού για αντικειμενικούς λόγους, που σχετίζεται με την πραγματική τους κατάσταση, ως συνέπεια των παθήσεών τους, όπως οι βαριές περιπτώσεις αυτισμού και επιληψίας, με αιτιολογημένη εισήγηση του θεράποντος ιατρού τους και κατόπιν έγκρισης από τις επιτροπές της παρ. 4.».

 

7.2.        Αίτημα για εμβολιασμό κατά του COVID-19 τέκνων με σοβαρές αναπηρίες

Ο Συνήγορος δέχθηκε αναφορά γονέα παιδιού με βαριά αναπηρία, ο οποίος διαμαρτυρόταν για τη μη ανταπόκριση του Υπουργείου Υγείας καθώς και του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας στο αίτημά του για ένταξη του τέκνου του στις ομάδες ατόμων υψηλού ή αυξημένου κινδύνου για εμβολιασμό κατά του COVID-19. Ο γονέας ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος ότι το τέκνο του, λόγω των πολλαπλών παθήσεών του, της πρόσφατης νόσησής του με πνευμονία και των αναπνευστικών προβλημάτων λόγω κατάκλισης, δεν θα μπορούσε να ανακάμψει σε περίπτωση σοβαρής νόσησης.

Ο Συνήγορος, απευθυνόμενος εγγράφως προς τη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Υγείας και τη Γενική Γραμματεία Υπηρεσιών Υγείας (Αυτοτελές Τμήμα Προστασίας Δικαιωμάτων Ληπτών Υπηρεσιών Υγείας), ζήτησε να εξεταστεί άμεσα το θέμα, καθώς το τέκνο ήταν ανήλικο, ως εκ τούτου δεν περιλαμβανόταν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη διασφάλιση του εμβολίου στο επόμενο χρονικό διάστημα. Το τέκνο ήταν άνω των 17 ετών, με ποσοστό αναπηρίας 96% εφ’όρου ζωής στη βάση διάγνωσης βαριάς νοητικής υστέρησης, σπαστικής τετραπληγίας σε έδαφος βρεφικής εγκεφαλικής παράλυσης, κινητικής αναπηρίας, αναπηρίας όρασης και χρόνιας επιληψίας.

Η Αρχή, χωρίς να παρεμβαίνει στο τεχνικό ιατρικό θέμα, ζήτησε στη βάση της αυξημένης ευαλωτότητας του παιδιού λόγω των πολλαπλών παθήσεων, των συνθηκών πλήρους εξάρτησης της φροντίδας του, της μη δυνατότητας αυτοπροστασίας και αυτόνομης τήρησης των όρων υγιεινής, της αδυναμίας έγκαιρης ενημέρωσης επί τυχόν συμπτωμάτων λόγω μη λεκτικής επικοινωνίας, των δυσκολιών περίθαλψης σε μονάδα υγείας σε περίπτωση νόσησης εν καιρώ πανδημίας, καθώς και εν όψει της επικείμενης ενηλικίωσής του, να ελεγχθεί εάν μπορεί να ενταχθεί στην ομάδα των «ατόμων με υποκείμενα νοσήματα υψηλού κινδύνου (ανεξαρτήτως ηλικίας)», στη σειρά προτεραιοποίησης των ομάδων του πληθυσμού για εμβολιασμό κατά του COVID-19 ή/και στην ομάδα «ατόμων 18-59 ετών με υποκείμενα νοσήματα αυξημένου κινδύνου (40)».

Πράγματι, πραγματοποιήθηκε τηλεφωνική επικοινωνία εκ μέρους του Υπουργεί- ου Υγείας με το γονέα και το τέκνο εμβολιάστηκε άμεσα με την πρώτη δόση κατά του COVID-19. Στη συνέχεια, ωστόσο, προέκυψαν χρονικές καθυστερήσεις για τις επόμενες δόσεις του εμβολίου.

 

7.3.        Επιβολή προστίμων λόγω των μέτρων περιορισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε άτομα με ψυχικές παθήσεις

Ο Συνήγορος έλαβε αναφορές (ΦΥ 294874, 295154, 298799, 303854) από μέλη οικογενειών ατόμων με ψυχικά νοσήματα, που αντελήφθησαν τα πρόστιμα που είχαν επιβληθεί στους συγγενείς τους μετά από ειδοποίηση των αρμόδιων Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.). Σε αρκετές περιπτώσεις, υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, κατόπιν υποβολής σχετικών ενστάσεων εκ μέρους των συγγενών των πασχόντων και προσκόμισης των απαραίτητων ιατρικών εγγράφων, προέβαιναν σε διαγραφή των επιβληθέντων προστίμων ή την έκδοση Ατομικού Φύλλου Έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ.), εάν το πρόστιμο είχε ήδη μεταφερθεί στη Δ.Ο.Υ. Ωστόσο, καταγράφηκαν περιπτώσεις υπηρεσιών Αστυνομικών Τμημάτων που αρνήθηκαν να ακυρώσουν τα εν λόγω πρόστιμα ή, επιπλέον, προέβαιναν σε ιατρικές κρίσεις, αναφέροντας ότι το άτομο κατά τη στιγμή της επιβολής του προστίμου δεν εμφάνιζε στοιχεία που να ενδεικνύουν τη συνδρομή ψυχικής διαταραχής. Τέλος, από υπηρεσίες Αστυνομικών Τμημάτων έγινε επίκληση της εκπρόθεσμης υποβολής των ενστάσεων, παρά το γεγονός ότι το πάσχον άτομο δεν είχε ενημερώσει τους οικείους του για το πρόστιμο και η μόνη ενημέρωση που λάμβαναν προερχόταν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Ο Συνήγορος τόνισε στην παρέμβασή του τη ρητή διατύπωση που περιέχεται στο οικείο έγγραφο της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ. ως προς την ένταξη των ψυχικά πασχόντων στις καταστάσεις ανάγκης όπου αίρεται ο καταλογισμός της πράξης στον παραβάτη.

 

7.4.        Ολοκλήρωση της διαδικασίας πρόσληψης επιτυχόντος με αναπηρία μετά από παρέμβαση του Συνηγόρου

Ο Συνήγορος παρενέβη προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία πρόσληψης επιτυχόντος σε προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π. Ο ενδιαφερόμενος, άτομο ο ίδιος με αναπηρία αλλά και φροντιστής του αδελφού του, επίσης ατόμου με αναπηρία, δεν κατέστη δυνατόν να ανταποκριθεί σε τρεις κατά σειρά προσκλήσεις σε ορκωμοσία, τόσο για προσωπικούς λόγους υγείας, όσο και λόγω του πρόσθετου υγειονομικού κινδύνου που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19. Ο Δήμος στον οποίο είχε προσληφθεί θεώρησε ότι το δικαίωμα διορισμού του ενδιαφερομένου είχε απολεσθεί. Ο Συνήγορος επισήμανε ότι ήταν απαραίτητο να συνεκτιμηθεί από τον Δήμο η παράμετρος της αναπηρίας και να ληφθούν υπόψη οι επιταγές του άρθρου 27 της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία περί πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση, καθώς και οι περιορισμένες μελλοντικές επαγγελματικές ευκαιρίες που θα είχε στη διάθεσή του ο ενδιαφερόμενος. Μετά από την παρέμβαση της Αρχής, ο Δήμος κάλεσε εκ νέου τον επιτυχόντα σε ορκωμοσία και πλέον έχει αναλάβει καθήκοντα στον Δήμο (ΦΥ 282299).

 

  1. ν. 4074/2012 (Α΄ 88), ν. 4488/2017 (Α΄ 137).
  2. Δ1α/Γ.Π.οικ.50933/13.8.2021 (Β΄3794), Δ1α/Γ.Π.οικ.67614/29.10.2021 (Β΄5026).
  3. Μεταξύ των οποίων τα «σοβαρά νευρολογικά νοσήματα στα οποία επηρεάζεται η αναπνευστική λειτουργία, εγκεφαλική παράλυση, επιληψία…» και τα «άτομα με σοβαρή αναπηρία που δεν οφείλεται σε νοσήματα υψηλού ή αυξημένου κινδύνου, καταστάσεις για τις οποίες η προτεραιότητα εμβολιασμού έχει ήδη οριστεί».

 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο