Συμπεριληπτική εκπαίδευση για μαθητές με προβλήματα όρασης – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Μοιρασγεντή Μυρτώς –  ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση» – Μέρος 18ο

Σεπ 20, 2022 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συμπεριληπτική εκπαίδευση για μαθητές με προβλήματα όρασης – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Μοιρασγεντή Μυρτώς –  ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση» – Μέρος 18ο

 

3.2.        Παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση των εκπαιδευτικών γενικής αγωγής

 

Από τα έξι άρθρα που εξέτασαν τις στάσεις των δασκάλων, τα πέντε (Mushoriwa, 2003·Pliner & Hannah, 1958·Ravenscroft et al., 2019·Selickaitė et al., 2019·Wall, 2002) περιέγραψαν τους παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση τους. Υπήρχαν τρεις βασικοί παράγοντες: 1) αυτοί που σχετίζονται με τον εκπαιδευτικό, 2) αυτοί που σχετίζονται με τους μαθητές και 3) αυτοί που σχετίζονται με το περιβάλλον.

 

3.2.1.     Παράγοντες που σχετίζονται με τον εκπαιδευτικό

 

Ο Mushoriwa (Mushoriwa, 2003) ο οποίος αποκάλυψε ότι η πλειονότητα των δασκάλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Ζιμπάμπουε είχε αρνητική στάση απέναντι στη συμπερίληψη των τυφλών παιδιών, υπέδειξε αρκετούς λόγους για αυτό. Μεταξύ αυτών, ένας ήταν ότι οι εκπαιδευτικοί δεν κατανοούσαν τα ακαδημαϊκά ή κοινωνικά οφέλη της συμπερίληψης για μαθητές με προβλήματα όρασης. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι οι εκπαιδευτικοί είχαν έντονη την αίσθηση της απροθυμίας να έχουν μαθητές με προβλήματα όρασης στην τάξη επειδή ένιωθαν απροετοίμαστοι. Ο Ravenscroft και οι συνεργάτες του (Ravenscroft et al., 2019) οι οποίοι διευκρίνισαν ότι οι Τούρκοι εκπαιδευτικοί είχαν θετική στάση απέναντι στη συμπερίληψη παιδιών με προβλήματα όρασης, εντόπισαν ότι η ηλικία, η διδακτική εμπειρία και το φύλο των εκπαιδευτικών δεν είχαν καμία επίδραση στη στάση τους απέναντι στη συμπερίληψη. Ένας παράγοντας που όντως συνέβαλε σε μια θετική στάση ήταν η αρχική και συνεχής εκπαίδευσή τους, καθώς έκανε τους εκπαιδευτικούς του σχολείου να αισθάνονται έτοιμοι να διδάξουν.

Αντίθετα, ο Selickaite και οι συνεργάτες του (Selickaitė et al., 2019) μέτρησαν την αντιληπτή αυτοαποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών για να διερευνήσουν τις στάσεις τους απέναντι στη συμπερίληψη. Η αίσθηση της αυτοαποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών είναι μια έννοια που αναπτύχθηκε από τον Bandura (Bandura, 1977) και ερμηνεύεται ως η πίστη στην ικανότητα κάποιου να επιτύχει ένα ορισμένο επίπεδο απόδοσης. Σκοπός της έρευνα του Selickaite και των συνεργάτες του (Selickaitė et al., 2019) ήταν να διερευνηθεί η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της κλίμακας Inclusive Self- Efficacy Instrument for Physical Education Teacher (SE-PETE-D) χρησιμοποιώντας δασκάλους Φυσικής Αγωγής από τη Λιθουανία και τον αντίκτυπο του είδους της αναπηρίας και των προσωπικών χαρακτηριστικών. Χρησιμοποιήθηκε η αγγλική έκδοση του SE-PETE-D (Block, Hutzler, Barak, & Klavina, 2013). Η κλίμακα μεταφράστηκε στα λιθουανικά χρησιμοποιώντας την τεχνική της πίσω μετάφρασης που περιγράφεται από τον Brislin και τους συνεργάτες του. (Brislin, Lonner, & Berry, 1986). Στην έρευνα συμμετείχαν 193 δάσκαλοι φυσικής αγωγής, 60 άνδρες και 132 γυναίκες, ηλικίας 22 έως 65 ετών από σχολεία της Λιθουανίας. Το περιεχόμενο και η εγκυρότητα κατασκευής του οργάνου υποστηρίχθηκαν. Η έρευνά τους για τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής περιέγραψε ότι οι τύποι μαθητών με αναπηρίες επηρέασαν την αυτοαποτελεσματικότητα των καθηγητών και η συμπερίληψη των μαθητών με προβλήματα όρασης στα μαθήματα Φυσικής Αγωγής φάνηκε να είναι μεγαλύτερη πρόκληση για τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής από τη συμπερίληψη μαθητών με πνευματικές ή σωματικές αναπηρίες. Ωστόσο, ένα μάθημα ή σεμινάριο Προσαρμοσμένης Φυσικής Αγωγής φάνηκε να έχει θετική επίδραση στην αυτο-αποτελεσματικότητα των καθηγητών Φυσικής Αγωγής ως προς την συμπερίληψη των μαθητών με αναπηρίες, συμπεριλαμβανομένης της οπτικής αναπηρίας. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί Φυσικής Αγωγής που είχαν εμπειρία με μαθητές με προβλήματα όρασης στο μάθημα Φυσικής Αγωγής ή/και είχαν φίλους με προβλήματα όρασης έτειναν να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως προς την συμπερίληψη από εκείνους που δεν είχαν. Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν από τον Wall (Wall, 2002) ο οποίος διερεύνησε παράγοντες που επηρέασαν τη στάση των εκπαιδευτικών ως προς τη συμπερίληψη μαθητών με προβλήματα όρασης, διευκρινίζοντας ότι οι εκπαιδευτικοί με άμεσες ή έμμεσες εμπειρίες με τέτοιους μαθητές βλέπουν τη συμπερίληψη πιο θετικά από εκείνους που δεν έχουν τέτοια εμπειρίες. Ουσιαστικά, αυτά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί που αισθάνονταν απροετοίμαστοι και δεν είχαν εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να διδάξουν και να υποστηρίξουν μαθητές με προβλήματα όρασης συνδέονταν έντονα με αρνητικές στάσεις.

Μετάβαση στο περιεχόμενο