Συμπερίληψη των παιδιών με αναπηρία στο γενικό σχολείο: προϋποθέσεις πραγμάτωσης ενός σχολείου για όλους – ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Βαλέριας Λιούμη – Διϊδρυματικό Π.Μ.Σ. Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων – Μέρος 25ο

Ιούλ 29, 2024 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συμπερίληψη των παιδιών με αναπηρία στο γενικό σχολείο: προϋποθέσεις πραγμάτωσης ενός σχολείου για όλους – ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Βαλέριας Λιούμη – Διϊδρυματικό Π.Μ.Σ. Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων – Μέρος 25ο

 

6.4.         Παιχνίδι και Αναπηρία

 

Η δημιουργία και αξιοποίηση ορισμένων συστηματικών προσεγγίσεων που σχετίζονται με το παιχνίδι και την εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία, μέσα από τη διαδραστική μάθηση και την ενίσχυση του κινήτρου έχει βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια (Latorre- Cosculluela, Liesa-Orús, & Rivera-Torres, 2022).

Στα παιδιά τυπικής ανάπτυξης, η ενασχόληση με το παιχνίδι τα βοηθά να ελέγχουν τις πράξεις τους χρησιμοποιώντας κεκτημένες εμπειρίες σχετικά με τις αισθήσεις και τις κινήσεις και ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους. Επίσης, χρησιμοποιούν τις παιγνιώδεις δεξιότητες και την ασφάλεια που αισθάνονται συναισθηματικά για να εξελιχθούν. Όπως είναι λογικό όμως, η αναπηρία επηρεάζει τα αναμενόμενα πρότυπα συμπεριφοράς κατά το παιχνίδι.

Ένα παιδί με αναπηρία μπορεί να μην έχει ευκαιρίες για παιχνίδι ή ευκαιρίες να αναπτύξει μια συναισθηματική ασφάλεια μέσα από τις σχέσεις του. Ανάλογα με το είδος και τη φύση της αναπηρίας, ενδέχεται να έχει μια πιο εξαρτημένη σχέση με άλλους ανθρώπους προκειμένου να έχει πρόσβαση στο παιχνίδι που το ενδιαφέρει (Hui & Dimitropoulou, 2020), ή σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να μην νιώθει άνετα με μια πρόκληση με αποτέλεσμα να μην πειραματίζεται και να προτιμά πιο γνώριμες καταστάσεις και συμπεριφορές (Webb & Brown, 2003). Ωστόσο, τα περισσότερα παιδιά θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες με την κατάλληλη βοήθεια χρησιμοποιώντας το παιχνίδι (Hyder, 2005).

Έχει διαπιστωθεί, πως δίνοντας τις κατάλληλες ευκαιρίες για παιχνίδι, φυσικά σε ένα ασφαλές πλαίσιο, προωθείται η ευδαιμονία των παιδιών. Σε κάποιες περιπτώσεις, ενδέχεται το παιδί να χρειάζεται υποστήριξη από επαγγελματίες ειδικής αγωγής και ατομικές θεραπείες με ψυχολόγους ή παιγνιοθεραπευτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιχνίδι αποτελεί τρόπο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και βοηθά στην έκφραση και διαχείριση των συναισθημάτων (Sheridan, 2014).

Τα παιδιά με αναπηρία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες ένταξης στην εκπαίδευση από τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης και είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό πως η κοσμοθεωρία τους ενδέχεται να είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Οι κοινωνικές σχέσεις τους διαμορφώνονται με διαφορετικά πρότυπα τα οποία έχουν αναπτυξιακό αντίκτυπο (Marschark, 1993). Κάποια παιδιά προτιμούν το μοναχικό ή παράλληλο παιχνίδι, ενώ δεν εμπλέκονται σε παιχνίδια που απαιτούν φαντασία, δραματοποίηση ή συμβολισμούς (Hughes F. , 2010; Dere, 2018). Επιπλέον, οι συνομήλικοι τυπικής ανάπτυξης μπορεί να μην επιθυμούν το παιχνίδι σε κοινή ομάδα με ανάπηρα παιδιά, με αποτέλεσμα τα δεύτερα να έχουν λιγότερους φίλους (Chen, Lin, Justice, & Sawyer, 2019).

Η ανάπτυξη παιγνιώδους συμπεριφοράς συνεπάγεται την κατάκτηση εμπειριών που σχετίζονται με τις αισθήσεις και την κίνηση, ενώ ενισχύει τις εμπειρίες αυτές μέσω των κοινωνικών επαφών. Οι παιγνιώδεις δεξιότητες και συμπεριφορές ενδέχεται να επηρεαστούν από ποικίλους παράγοντες, όπως το πολιτιστικό υπόβαθρο, το φύλο, την αναπηρία. Παρόλα αυτά, με κατάλληλα και εξειδικευμένα προγράμματα υποστήριξης, εξατομικευμένα βάση των αναγκών και των ικανοτήτων του κάθε παιδιού ξεχωριστά, μπορούν να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και όλα τα παιδιά να απολαύσουν το παιχνίδι. Για την καλύτερη υποστήριξη φυσικά, είναι απαραίτητη η διεπιστημονικότητα και η συνεργασία με την οικογένεια (Sheridan, 2014), ενώ δεν πρέπει να αμελείται το γεγονός πως είναι σημαντικό για τα παιδιά να νιώθουν πως είναι ελεύθερα να επιλέξουν και πως εκείνα ελέγχουν τη δραστηριότητα (Howard, 2010b).

 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο