Παράγοντες που επηρεάζουν την εύρεση και διατήρηση της απασχόλησης των ατόμων με οπτική αναπηρία – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Κώρη Μαγδαληνής – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής: Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση» – Μέρος 25ο

Μαρ 17, 2023 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Παράγοντες που επηρεάζουν την εύρεση και διατήρηση της απασχόλησης των ατόμων με οπτική αναπηρία – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Κώρη Μαγδαληνής – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής: Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση» – Μέρος 25ο

 

3.3.4      Δυσκολίες μετακίνησης από και προς την εργασία

 

Μια άλλη μεταβλητή που προσδιορίστηκε ως σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης της απασχόλησης, ήταν οι δυσκολίες μετακίνησης από και προς την εργασία. Οι προκλήσεις που αντιμετώπιζαν σε καθημερινή βάση και που εμποδίζουν την κινητικότητα των ατόμων με οπτική αναπηρία, ήταν η έλλειψη πεζοδρομίων, έλλειψη ελέγχου της κυκλοφορίας, και τα φυσικά εμπόδια για τους πεζούς (Rumrill et al., 1998∙ Wolffe et al., 2013∙). Ακόμη, η έλλειψη παροχής οδηγών και μεταφορικών μέσων από τον εργοδότη, η απρόσιτη πληροφόρηση για τους προορισμούς και τα δρομολόγια σε λεωφορεία, τρένα και αεροδρόμια (Rumrill et al., 1998). Η μετακίνηση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα από τα κύρια εμπόδια στην απασχόληση, για όσους έχασαν πρόσφατα την όρασή τους, σε αντίθεση με εκείνους, με πολυετή οπτική αναπηρία (Cmar et al., 2018). Οι οργανισμοί δεν εξασφαλίζουν μετακινήσεις ούτε προσφέρουν ταξί σε υπαλλήλους με τύφλωση ή μειωμένη όραση, για να παρακολουθήσουν κοινωνικές εκδηλώσεις εκτός του τόπου εργασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κατάσταση κοινωνικής αναπηρίας (Roy et al., 1998). Στους Crudden et al. (2015), αναφέρεται ότι τα προβλήματα των μεταφορών ήταν λιγότερο πιθανό να επηρεάσουν τη συμμετοχή στην απασχόληση, από πολλές άλλες δραστηριότητες. Στους McDonnal (2011), oι νέοι που ανέφεραν ότι η μεταφορά ήταν εύκολη ή σχετικά εύκολη, είχαν 2,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να απασχοληθούν από ότι όσοι ανέφεραν δυσκολίες με τη μεταφορά. Με αυτό συμφωνούν και οι Crudden et al. (1998), ότι οι νέοι αντιμετώπισαν δυσκολίες στη μεταφορά και οι πιθανότητες να απασχοληθούν ήταν μικρότερες, παρά το γεγονός ότι είχαν εργασιακή εμπειρία. Αρκετοί δήλωσαν, ότι η έλλειψη επιλογών μεταφοράς, ακόμη και εντός μεγάλων αστικών περιοχών, αλλά και η αδυναμία οδήγησης, τους δυσκόλευε να μετακινηθούν από και προς τους χώρους εργασίας, επειδή πολλές φορές οι θέσεις εργασίας βρίσκονταν σε περιοχές μη προσβάσιμες από μέσα μαζικής μεταφοράς και δεν είχαν την δυνατότητα πρόσβασης με λεωφορεία της εταιρείας (Gold et al., 2005∙ Ο’ Dey, 1999∙ Wolffe et al., 2013). Στους Crudden et al. (2015), το 37% ανέφερε, ότι η έλλειψη μεταφοράς περιόρισε την συμμετοχή τους στην απασχόληση.

Κάποιες από τις ανησυχίες τους, ήταν ο φόβος για την ασφάλεια τους, η δυσκολία να φτάσουν στον προορισμό τους για να χρησιμοποιήσουν τη δημόσια συγκοινωνία και η ανεπαρκής προστασία από τις καιρικές συνθήκες κατά την αναμονή (Crudden et al., 2015). Οι προσαρμογές που έπρεπε να κάνουν στον τρόπο ζωής τους, λόγω μη ικανότητας οδήγησης, για να μετακινούνται ανεξάρτητα, τους ανάγκαζαν να διαμένουν σε ορισμένες περιοχές και να έχουν διαθέσιμα μετρητά για να πληρώνουν για τη καθημερινή τους μετακίνηση (Corn & Sacks, 1994). Ωστόσο, για τη μειοψηφία για την οποία το επιπλέον κόστος δεν αποτελούσε εμπόδιο, η πρόσληψη οδηγού πρόσφερε ευκολία και ανεξαρτησία (Corn & Sacks, 1994). Η μη ικανότητα οδήγησης επηρέασε τις γυναίκες στις ευκαιρίες απασχόλησης, γι’ αυτό προτιμούν να διαμένουν σε μεγαλύτερες αστικές πόλεις, που τα μέσα μεταφοράς είναι πιο εύκολα προσβάσιμα (Corn & Sacks, 1994). Στην έρευνα των Rosenblum και Corn, (2002), ανέφεραν ότι το 33,8% των συμμετεχόντων σταμάτησαν να εργάζονται ως αποτέλεσμα της διακοπής της ικανότητας οδήγησης, αλλά κανένας δεν πρότεινε νέους τρόπους για να φτάσουν από και προς την εργασία ή να ζητήσουν αιτήματα για εγκαταστάσεις, εάν τα καθήκοντα της εργασίας τους περιλάμβαναν μετακινήσεις. Άλλοι βασίζονται σε μέλη της οικογένειας ή φίλους για να μετακινηθούν από και προς την εργασία (Corn & Sacks, 1994). Ένας συμμετέχων απέρριψε μια προσφορά εργασίας λόγω της δίωρης μετακίνησης από και προς τον χώρο εργασίας. Άλλοι ανέφεραν ότι δεν μπορούσαν να δεχτούν θέσεις που απαιτούσαν εργασία με βάρδιες, λόγω της περιορισμένης δημόσιας συγκοινωνίας τη νύχτα (Steverson, 2020).

Μετάβαση στο περιεχόμενο