Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΣΕΙΡΑ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Επιστήμες της Αγωγής: Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση – Μέρος 20ο
3.3. Η συμβολή της κοινωνικής στήριξης στην κοινωνικοποίηση και την κοινωνική ένταξη των ατόμων με οπτική αναπηρία
Οι κοινωνικές συναναστροφές αποτελούν βασικό συστατικό της ανθρώπινης καθημερινότητας. Η ικανότητα αλληλεπίδρασης με άλλους και η επιτυχημένη επικοινωνία στα διάφορα πλαίσια της ζωής αποτελούν θεμελιώδη ανάγκη όλων των ανθρώπων (Baumeister & Leary, 1995) και οδηγούν σε προσωπική ολοκλήρωση και ικανοποίηση (Panchanathan, Chakraborty & McDaniel, 2016). Γι’ αυτό το λόγο η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι βασική προϋπόθεση για την κοινωνική εξέλιξη και την ενσωμάτωση των ατόμων στη κοινωνία (Panchanathan, Chakraborty & McDaniel, 2016). Ο όρος κοινωνική ενσωμάτωση έχει διττή σημασία και αναφέρεται τόσο στην προθυμία του ατόμου να συμμετέχει σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όσο και στην αντιληπτή αποδοχή από τα κοινωνικά δίκτυα (Wong & Solomon, 2002).
Ωστόσο, παρατηρείται ότι τα άτομα με οπτική αναπηρία αντιμετωπίζουν πιο συχνά προβλήματα κοινωνικής απομόνωσης συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό (Brunes, Hansen & Heir, 2019). Η παραπάνω άποψη αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παρουσιάζουν μικρότερο αριθμό κοινωνικών δικτύων και κοινωνικών συναναστροφών σε σύγκριση με το βλέποντα πληθυσμό (Heppe et al., 2020).
Ιδιαίτερα, στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας παρατηρείται πως ο αριθμός των κοινωνικών δικτύων επηρεάζει άμεσα την κοινωνική τους ένταξη και το βαθμό συμμετοχής τους σε δραστηριότητες καθημερινής ζωής (Alma et al., 2012). Μάλιστα, στους ηλικιωμένους με προβλήματα όρασης έχει παρατηρηθεί πως έχουν λιγότερους κοινωνικούς δεσμούς και όσο αυξάνεται η ηλικία τόσο μειώνεται και η στήριξη που λαμβάνουν από τα κοινωνικά τους δίκτυα (Hajek et al., 2017).
Επιπλέον, παρατηρείται πως η απώλεια της όρασης προκαλεί αρκετούς περιορισμούς σε πρακτικά ζητήματα όπως είναι η μετακίνηση με αποτέλεσμα τα άτομα να αποφεύγουν τη συμμετοχή σε εξωτερικές δραστηριότητες και κατά συνέπεια τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (Berger, 2012). Πιο συγκεκριμένα, στην έρευνα των Bassey & Ellison (2022) που πραγματοποιήθηκε σε άτομα ηλικίας 18-59 ετών τα οποία χαρακτηρίζονταν από επίκτητη απώλεια της όρασης σε κάποια φάση της ζωής τους, παρατηρήθηκε πως μετά την απόκτηση της αναπηρίας η κοινωνική στήριξη που λάμβαναν από τους φίλους και τους συναδέλφους μειώθηκε σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι συμμετέχοντες επισήμαναν πως άλλαξε και η ποιότητα της παρεχόμενης υποστήριξης καθώς σε πολλές περιπτώσεις υποτιμήθηκαν σημαντικά οι δυνατότητες των ατόμων μετά την απώλεια της όρασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να νιώθουν απομονωμένοι και έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση επιδίωκαν όλο και λιγότερο την δημιουργία κοινωνικών δεσμών. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως ο κύκλος της οικογένειας μετά της απόκτηση της οπτικής αναπηρίας επηρέασε σημαντικά με θετικό πρόσημο την κοινωνική προσαρμογή των ατόμων.
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη των κοινωνικών δικτύων και η παροχή κοινωνικής υποστήριξης μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα άτομα με οπτική αναπηρία. Ειδικότερα, η έρευνα των Gold, Shaw, & Wolffe (2010) στην οποία συμμετείχαν νέοι με προβλήματα όρασης ηλικίας 15-30 ετών απέδειξε πως η παροχή κοινωνικής στήριξης κυρίως από τον κύκλο των φίλων, σε εκείνους που κατάφεραν να διατηρήσουν τα κοινωνικά τους δίκτυα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συμμετοχή τους σε κοινωνικές δραστηριότητες. Μάλιστα, μέσω της χρήσης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιδίωκαν να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους επαφές. Βέβαια, το γεγονός ότι αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα στην ανεξάρτητη μετακίνηση αποτέλεσε τροχοπέδη στη συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους.
Μια ακόμη έρευνα που εστίασε στην έννοια της κοινωνικής ένταξης των ατόμων με οπτική αναπηρία είναι αυτή των Oviedo-Cáceres et al (2023) που έγινε σε τέσσερις πόλεις της Κολομβίας, μέσω συνεντεύξεων σε 26 άτομα ηλικιών 21 – 68 έτη (μέση ηλικία τα 40 έτη). Η εν λόγω έρευνα διερεύνησε επίσης τη δυναμική της οικογένειας ή του κοντινού περιβάλλοντος στις διαδικασίες της κοινωνικής ένταξης. Τα αποτελέσματα των ερευνητών ανέδειξαν πως η κοινωνική ένταξη διαμεσολαβείται από το πώς τα άτομα αποδέχονται τη δική τους κατάσταση όρασης καθώς και από τη δυναμική της οικογένειας ή του κοντινού περιβάλλοντος. Διευκολυντές της κοινωνικής ένταξης αναδείχθηκαν η αποδοχή της αναπηρίας από εκείνους που έχουν την πάθηση και από το στενό τους περιβάλλον. Τόσο η οικογένεια ως αυτή που αναγνωρίζει, σέβεται την ατομικότητα και προωθεί την κοινωνική ένταξη του ατόμου όσο και οι ατομικές δεξιότητες του πάσχοντα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κατάστασης του και στην εξεύρεση δικτύου κοινωνικής υποστήριξης. Εμπόδια αποτελούν οι αρνητικές αντιλήψεις και η αντιμετώπιση της αναπηρίας μέσα από το ιατρικό μοντέλο, τα οποία αλληλεπιδρούν με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, δημιουργώντας έτσι καταστάσεις αποκλεισμού.
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφερθούμε και στην παιδική-εφηβική ηλικία μιας και η περίοδος αυτή αποτελεί πρόδρομο της μετέπειτα κοινωνικής ένταξης στην κοινωνία. Στο σχολικό πλαίσιο, η οπτική αναπηρία μπορεί να επηρεάσει τη μάθηση στους κοινωνικούς, κινητικούς, γλωσσικούς και γνωστικούς αναπτυξιακούς τομείς, ενώ συχνά οδηγεί σε χαμηλό κίνητρο για εξερεύνηση του περιβάλλοντος και έναρξη κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Οι μαθητές με οπτική αναπηρία συχνά πρέπει να βασίζονται σε άλλες αισθήσεις για τη συλλογή πληροφοριών, επομένως δεν μπορούν να μοιραστούν κοινές οπτικές εμπειρίες με τους βλέποντες συνομηλίκους τους και ως εκ τούτου η απώλεια όρασης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη κατάλληλων κοινωνικών δεξιοτήτων. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να βιώσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλή αποδοχή από τους συνομηλίκους. Οι φιλίες και η θετική γνώμη από σημαντικούς άλλους μπορεί να τονώσουν την αυτοπεποίθηση τους και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη υποστηρικτικών σχέσεων με άλλους. Δεδομένου ότι η πρώιμη ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων προάγει την ψυχολογική ευεξία, την ανθεκτικότητα και την ψυχική υγεία (Kolb & Hanley-Maxwell, 2003), η βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων μπορεί να προσφέρει στους μαθητές με οπτική αναπηρία τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθούν με επιτυχία, επιτυγχάνοντας μια ενεργό κοινοτική ζωή (Wadegaonkar, Sonawane, & Uplane, 2015).
Μια από τις έρευνες που αναφέρεται στη σχολική ηλικία είναι η διαχρονική μελέτη του de Verdier (2016), που εξέτασε την ψυχολογική ευημερία και τις κοινωνικές σχέσεις στο σχολείο για έξι μαθητές με τύφλωση ή σοβαρή οπτική αναπηρία στη σουηδική εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 151 συνεντεύξεις με τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς κατά τη διάρκεια αυτών των ετών. Στο τέλος της ένατης τάξης, το Ερωτηματολόγιο Δυνατών Σημείων και Δυσκολιών (Strengths and Difficulties Questionnaire, SDQ) χορηγήθηκε επίσης σε όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν αρκετές προκλήσεις όσον αφορά την κοινωνική ένταξη, με την πλειοψηφία των οικογενειών να είναι επικριτικές για την κοινωνική κατάσταση στα σχολεία. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών χρόνων, περιγράφηκαν πολλά παραδείγματα εκπαιδευτικών παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της κοινωνικής ένταξης. Ωστόσο, καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, οι δυνατότητες των γονέων και των δασκάλων να επηρεάσουν τη δυναμική της ομάδας και να δημιουργήσουν οργανωμένες κοινωνικές ομάδες μειώθηκαν δραστικά. Όσον αφορά τη γενική ψυχολογική ευημερία των μαθητών, οι αξιολογήσεις SDQ έδειξαν μικρές ή καθόλου διαφορές σε σύγκριση με τα πρότυπα όρασης. Ωστόσο, οι συνεντεύξεις αποκάλυψαν ότι η πλειοψηφία των μαθητών ήταν αγχωμένοι για τη σχολική εργασία και περιέγραψαν συναισθήματα μοναξιάς. Μερικοί εμφάνισαν συναισθηματικά συμπτώματα τα οποία οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν γνώριζαν πάντα. Τρεις μαθητές είχαν επιπλέον αναπηρίες εκτός από την οπτική. Αυτοί οι μαθητές ανέφεραν πιο εμφανή ψυχοκοινωνικά προβλήματα από τους μαθητές που είχαν μόνο οπτική αναπηρία. Οι μαθητές ανέπτυξαν διαφορετικές στρατηγικές για να χειριστούν τις κοινωνικές προκλήσεις, για παράδειγμα, εστιάζοντας στη σχολική εργασία και παίρνοντας καλούς βαθμούς ή αναζητώντας φίλους με οπτική αναπηρία εκτός σχολείου. Η εν λόγω έρευνα τόνισε πως οι μαθητές με οπτικές αναπηρίες είναι μια ετερογενής ομάδα που περιλαμβάνει άτομα με διαφορετικές ανάγκες και ότι πολλοί από αυτούς τους μαθητές αντιμετωπίζουν κοινωνικές προκλήσεις στο σχολείο. Οι παρεμβάσεις σε διαφορετικά επίπεδα είναι απαραίτητες προκειμένου να βελτιωθούν οι δυνατότητες κοινωνικής ένταξης αυτών των μαθητών.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Parvin (2015), που αποτέλεσε μια διερεύνηση της κοινωνικής ένταξης των μαθητών με οπτική αναπηρία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που φοιτούσαν σε σχολικό περιβάλλον γενικής εκπαίδευσης στη νότια Αγγλία, οι μαθητές με οπτική αναπηρία φάνηκε να αναπτύσσουν φιλίες στο σχολείο, γεγονός που συμβάλλει στη διαδικασία της κοινωνικοποίησής τους. Διασκεδάζουν, συνομιλούν μαζί στον ελεύθερο χρόνο τους, έχουν πλήρη συμμετοχή σε όλες τις σχολικές δραστηριότητες., ενώ είναι σημαντικό το ότι το σχολείο έχει ενεργό ρόλο στην υποστήριξη των εξωσχολικών δραστηριοτήτων των μαθητών αυτών και των σχετικών εκπαιδευτικών ομιλιών. Τόσο οι μαθητές με οπτική αναπηρία όσο και οι βλέποντες μαθητές έχουν πλάνα για το μέλλον και κοινά συναισθήματα, με τους μαθητές με οπτική αναπηρία να υποστηρίζονται σημαντικά από το σχολείο τους, με επαρκείς πόρους. Με τον τρόπο αυτόν είναι σε θέση να αναπτύξουν αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία και να διατηρήσουν την αυτοεκτίμησή τους. Είναι λοιπόν σαφές πως αν τα παιδιά με αναπηρία υποστηρίζονται στο σχολικό πλαίσιο, τότε λαμβάνουν επαρκή υποστήριξη για μάθηση, γίνονται πιο ανεξάρτητα στην καθημερινή τους ζωή, συμμετέχουν στην καθημερινή ζωή του σχολείου και στην κοινότητα, δίχως να αποκλείονται.
Μια ακόμη έρευνα που διερεύνησε την κοινωνική ένταξη μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με οπτική αναπηρία είναι αυτή των Jessup et al (2018), που έγινε σε 12 Αυστραλούς μαθητές γυμνασίου, μέσω συνεντεύξεων αξιοποιώντας το ερωτηματολόγιο Psychological Sense of School Membership (PSSM). Η εν λόγω έρευνα αξιολόγησε διάφορες κοινωνικές πτυχές του σχολείου και ανέδειξε πως οι περισσότεροι μαθητές με οπτική αναπηρία ανέφεραν ικανοποιητικές κοινωνικές σχέσεις στο γυμνάσιο. Ωστόσο, το ένα τρίτο των συμμετεχόντων, συμπεριλαμβανομένων όλων εκείνων με πρόσθετες αναπηρίες, ανέφεραν ότι πειράχτηκαν ή απορρίφθηκαν από τους συμμαθητές τους. Η έρευνα τόνισε πως το προσωπικό του σχολείου θα πρέπει να ενισχύσει την κοινωνική ένταξη των μαθητών με οπτική αναπηρία, διευκολύνοντας την αυτοδιάθεση αυτών των μαθητών. Στην πράξη, αυτό θα απαιτούσε από το προσωπικό του σχολείου να επικεντρωθεί στο να επιτρέψει στους μαθητές με οπτική αναπηρία να εξερευνήσουν και να αξιοποιήσουν τα δυνατά τους σημεία, να έχουν πλήρη πρόσβαση στο πρόγραμμα σπουδών μαζί με τους συνομηλίκους τους και να έχουν χρόνο και ευκαιρία να αναπτύξουν φιλίες και κοινωνικοποίηση με αυτούς τους συνομηλίκους.
Σχετικά με την εφηβική ηλικία και την κοινωνική ένταξη για τα άτομα με οπτική αναπηρία οι Yuan et al., (2023) παρατήρησαν πως η αντιληπτή κοινωνική υποστήριξη και η κοινωνική ένταξη είναι αλληλένδετες. Παρόλα αυτά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι πιο πιθανό η κοινωνική ένταξη να επηρεάσει θετικά την αντιληπτή κοινωνική στήριξη παρά το αντίθετο. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξαν πως όσο περισσότερα ήταν τα κοινωνικά δίκτυα των συμμετεχόντων και κατά συνέπεια και η συμμετοχή τους σε κοινωνικές δραστηριότητες τόσο καλύτερα αντιλαμβάνονταν την κοινωνική υποστήριξη που λάμβαναν από τον κύκλο των φίλων.
Ωστόσο, η παραπάνω έρευνα εμπίπτει σε ένα βασικό περιορισμό σχετικά με τη σύνδεση της αντιληπτής κοινωνικής στήριξης με την κοινωνική ένταξη. Οι έφηβοι με οπτική αναπηρία που συμμετείχαν στη μελέτη προέρχονταν από ειδικά σχολεία με αποτέλεσμα τα κοινωνικά τους δίκτυα να είναι αρκετά περιορισμένα και η αντιληπτή κοινωνική στήριξη που λάμβαναν είναι πιθανό να μην μπορεί να επηρεάσει αντικειμενικά με θετικό πρόσημο την κοινωνικοποίησή τους.
Αναμφίβολα, η παροχή κοινωνικής στήριξης μπορεί να επηρεάσει τους νέους και στη μετάβαση τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μάλιστα, παρατηρείται πως η παροχή κοινωνικής στήριξης και η ανάπτυξη φιλιών μεταξύ βλεπόντων φοιτητών και ατόμων με οπτική αναπηρία έχει θετικό αντίκτυπο στην ένταξη των ατόμων αυτών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (Papadopoulos & Papakonstantinou, 2016). Ταυτόχρονα, η κοινωνική αλληλεπίδραση με άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην όραση αποδεικνύεται πως επηρεάζει τη δημιουργία δεσμών, καθώς οι βλέποντες όσο περισσότερο συναναστρέφονται με άτομα με οπτική αναπηρία τόσο συχνότερα επιδιώκουν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν φιλίες με αυτά αλλά και να παρέχουν στήριξη ώστε να τα κάνουν να νιώσουν καλύτερα (Papadopoulos & Papakonstantinou, 2016). Στα παραπάνω ευρήματα κατέληξε η έρευνα των Papadopoulos και Papakonstantinou (2016), όπου συμμετείχαν 383 φοιτητές, ηλικίας 18-45 ετών, μέσω συμπλήρωσης ερωτηματολογίου. Τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας μπορούν να αναδείξουν τη σημασία της παροχής κοινωνικής στήριξης σε φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με οπτική αναπηρία, τους περιορισμούς που υφίστανται και την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την κοινωνική ένταξη τους.
Με αναφορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η ανασκόπηση των Manitsa και Doikou (2022) υποστηρίζει πως οι φοιτητές με οπτική αναπηρία συχνά αντιμετωπίζουν συναισθηματικά προβλήματα και δυσκολίες στη διαμόρφωση και διατήρηση κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική υποστήριξη που παρέχεται σε αυτούς τους φοιτητές από τα μέλη του προσωπικού και τους συνομηλίκους τους στα εκπαιδευτικά ιδρύματα μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην κοινωνική ένταξη των φοιτητών αυτών και την κοινωνική αποδοχή τους.
Σχετική μελέτη των Acheampong, Acheampong και Rockson (2021), που έγινε μέσω συνεντεύξεων σε 22 τυφλούς φοιτητές, έδειξε πως οι τυφλοί φοιτητές είχαν αναπτύξει ένα θετικό πρότυπο φιλίας με τους βλέποντες συνομηλίκους τους. Είχαν φίλους που τους υποστήριζαν και με τους οποίους μοιράζονταν πληροφορίες και άλλους πόρους. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι βλέποντες συμφοιτητές τους τους ενέπλεξαν σε δραστηριότητες συνεργατικής μάθησης. Ωστόσο, οι τυφλοί φοιτητές διαπιστώθηκε πως αποκλείστηκαν από ορισμένες εξωφοιτητικές δραστηριότητες (συγκεκριμένα από τη διοργάνωση αθλητικών αγώνων εκτός Πανεπιστημίου) λόγω έλλειψης γνώσεων των βλεπόντων άλλων σχετικά με τις ικανότητές τους. Η μελέτη αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρότυπο των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φοιτητών με οπτική αναπηρία και των βλεπόντων συμφοιτητών τους είναι ως επί το πλείστων θετικό και ικανοποιητικό.
Ωστόσο, κατά τη συμμετοχή σε δραστηριότητες στην κοινότητα θα πρέπει να αναγνωρίζονται οι ανάγκες των ατόμων με οπτική αναπηρία και να ενισχύεται η προώθηση της συμμετοχής τους στην κοινότητα.
Ολοκληρώνοντας, όπως υποστηρίζεται σε έρευνα του Almog (2018), που έγινε σε 16 φοιτητές με οπτική αναπηρία ή ολική τύφλωση, φοιτούντες σε πανεπιστήμια στο Ισραήλ, τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν πολλαπλά ακαδημαϊκά και κοινωνικά εμπόδια και πρέπει να αναπτύξουν τεχνικές, στρατηγικές και δεξιότητες για να προσαρμοστούν στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Η διαχρονική ποιοτική μελέτη των ερευνητών, διάρκειας 2 ετών των σπουδών των συμμετεχόντων, έδειξε πως κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών σπουδών τους, οι φοιτητές με οπτική αναπηρία έπρεπε να διαχειριστούν μια διαδικασία ενσωμάτωσης της ταυτότητάς τους τόσο ως άτομα με αναπηρία όσο και ως φοιτητές, επιλέγοντας πότε και πού να εκτελέσουν κάθε ταυτότητα και καθορίζοντας ποιες ήταν οι συνέπειες κάθε επιλογής μαζί με το σχετικό κόστος και οφέλη του καθενός. Το πιο σημαντικό θέμα που αντιμετώπισαν οι συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών τους σπουδών ήταν λοιπόν η ταυτότητά τους και η θέση της στο συνεχές μεταξύ αναπηρίας και κανονικότητας. Ωστόσο, αυτή η θέση άλλαξε σε κάθε μία από τις ερευνητικές συνεντεύξεις με την πάροδο του χρόνου. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν τον συνεχή τους αγώνα για κοινωνική ένταξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους, μια προσπάθεια που έγινε ακόμη πιο ισχυρή στο θεσμικό περιβάλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η σχολή φοίτησης τους, το προσωπικό και οι πανεπιστημιακές υπηρεσίες υποστήριξης μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά έναν φοιτητή με οπτική αναπηρία στην κοινωνικοποίηση και κοινωνική του ένταξη. Είτε μέσω διοικητικής βοήθειας (παράδειγμα βοηθώντας τους φοιτητές να πλοηγηθούν στην ίδια την πανεπιστημιούπολη) είτε μέσω ακαδημαϊκών διευκολύνσεων (όπως μέσα από την παροχή φοιτητικών εργασιών σε διαφορετικές προσβάσιμες μορφές), οι υπηρεσίες υποστήριξης είναι ζωτικής σημασίας για τα άτομα αυτά. Για να διευκολυνθεί αυτή η υποστήριξη, τα πανεπιστήμια πρέπει να προωθήσουν την κατανόηση της αναπηρίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – μεταξύ του προσωπικού, των καθηγητών και των ίδιων των φοιτητών – ενώ ακόμη πρέπει επίσης να αναγνωριστεί η σπουδαιότητα δημιουργίας ενός περιβάλλοντος χωρίς αποκλεισμούς. Αυτό απαιτεί μια ευρεία πολιτισμική οργανωτική αναθεώρηση, που θα αναδείξει τη σημασία της ανάπτυξης μιας θετικής κουλτούρας, όπου όλοι οι φοιτητές, με αναπηρίες και χωρίς αναπηρίες, αλλά και η σχολή, το προσωπικό και οι υπηρεσίες υποστήριξης, μπορούν να επιτύχουν.
Στη συνέχεια, στον Πίνακα 4 παρατίθενται συνοπτικά οι έρευνες που μελετήθηκαν για την διερεύνηση της συμβολής της κοινωνικής στήριξης στην κοινωνικοποίηση και την κοινωνική ένταξη των ατόμων με οπτική αναπηρία.