ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΥΦΛΩΝ

Η τελευταία μάχη του ταγματάρχη Πουγγατσώβ

Μάι 7, 2010 | Έργα καλλιτεχνών συναδέλφων, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σαλάμοβ Βαρλαάμ

Η τελευταία μάχη του ταγματάρχη Πουγγατσώβ


Από την αρχή και την εξέλιξη αυτής της ιστορίας πέρασε όπως φαίνεται αρκετός χρόνος, γιατί οι μήνες στο βορρά μετριούνται σε χρόνια, τόσο μεγάλη είναι η εμπειρία, η ανθρώπινη εμπειρία που αποκτιέται εκεί. Αυτό παραδέχεται και το επίσημο κράτος, αυξάνοντας τους μισθούς και παραχωρώντας προνόμια στους εργαζόμενους. Σε αυτή τη χώρα των ελπίδων, γι΄ αυτό και χώρα των διαδόσεων, μύθων, υποθέσεων, οποιοδήποτε γεγονός μεγαλοποιείται, γίνεται μύθος νωρίτερα από την έκθεση που τυχόν θα κάνει ο τοπικός προϊστάμενος για το γεγονός, πριν ο αρμόδιος αποσταλμένος ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος, αναπτύσσοντας μεγάλες ταχύτητες, παραδώσει την έκθεση σε υψηλά ιστάμενα αρμόδια χέρια.

Άρχισαν να λένε -όταν ένας περαστικός μεγάλος διευθυντής παρατήρησε- ότι η πολιτιστική δουλειά στο στρατόπεδο κουτσαίνει και στα δύο πόδια, ο επί των πολιτιστικών ταγματάρχης Πουγγατσώβ είπε στον επισκέπτη: «Μην ανησυχείτε πολίτη προϊστάμενε ετοιμάζομε τέτοια εκδήλωση που όλη η Κολιμά θα έχει να λέει γι΄ αυτή». [Κολιμά: Τόπος εξορίας στο πιο βόρειο σημείο της ΕΣΣΔ]

Μπορούμε να αρχίσουμε την διήγηση από την έκθεση του χειρούργου Μπράουντε που είχε σταλεί από το κεντρικό νοσοκομείο στον τόπο των πολεμικών επιχειρήσεων. Μπορούμε να αρχίσουμε και από το γράμμα του Γιάσα Κουτσέν, του νοσοκόμου κρατούμενου που ήταν στο νοσοκομείο. Το γράμμα ήταν γραμμένο με το αριστερό χέρι, ο δεξής όμως του είχε διαπεραστεί από σφαίρα ντουφεκιού. Μπορούμε και από την διήγηση της ιατρού Ποτάνινα, η οποία δεν είδε τίποτα, δεν άκουσε τίποτα και έλλειπε όταν διαδραματίστηκαν τα αναπάντεχα γεγονότα. Ακριβώς αυτή την απουσία εξέλαβε ο ανακριτής σαν ψεύτικο άλλοθι, σαν εγκληματική αδράνεια ή και κάπως αλλιώς το διατύπωσε σε νομική γλώσσα. Οι συλλήψεις τής δεκαετίας τού τριάντα, ήταν συλλήψεις ανθρώπων τυχαίων. Ήταν θύματα απατηλής και φοβερής θεωρίας για το φούντωμα ταξικής αντιπαράθεσης, όσο δυνάμωνε ο σοσιαλισμός. Οι καθηγητές, μηχανικοί, κομματικά στελέχη, στρατιωτικοί, γεωργοί, εργάτες που γέμισαν τις φυλακές της εποχής εκείνης δεν είχαν τίποτα άλλο εκτός από τον καθωσπρεπισμό τους, ίσως μέχρι απλοϊκότητας. Πάντως τα προσόντα τους αυτά, μάλλον διευκόλυναν τους τιμωρούς, παρά τους δημιουργούσαν προβλήματα στη τότε (δικαιοσύνη). Η έλλειψη μίας κεντρικής ενωτικής ιδέας εξασθενούσε την ηθική αντοχή των κρατουμένων υπερβολικά. Δεν ήταν ούτε εχθροί του καθεστώτος ούτε εγκληματίες και όταν πέθαιναν δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έπρεπε να πεθάνουν. Η αξιοπρέπεια και ο θυμός τους δεν είχε σημείο αναφοράς. Έτσι απομονωμένοι, πέθαιναν στην λευκή ερημιά της Κολιμά από την πείνα, το κρύο, την πολύωρη δουλειά, τους  ξυλοδαρμούς και τις αρρώστιες. Έμαθαν αμέσως να μην υπερασπίζονται ο ένας τον άλλο, να μην στηρίζουν τους άλλους. Αυτό εξάλλου επιδίωκε η διεύθυνση. Οι ψυχές αυτών που έζησαν, ερήμωσαν. Τα δε σώματα τους, δεν είχαν πλέον την φυσική αντοχή για δουλειά.

Μετά τον πόλεμο στη θέση τους ήρθαν εκπατρισμένοι, ιταλοί, γάλλοι, γερμανοί  με πλοία, το ένα κατόπι τού άλλου, στο δρόμο για τα βορειοανατολικά. Εδώ υπήρχαν άνθρωποι με άλλες συνήθειες και τρόπο ζωής, συνήθειες που αποκτήθηκαν στον πόλεμο. Θαρραλέοι, ριψοκίνδυνοι που πίστευαν μόνο τα όπλα τους. Αξιωματικοί, στρατιώτες, πιλότοι και ανιχνευτές. Οι γραφειοκράτες τού στρατοπέδου, συνηθισμένοι στην πραότητα και την αγγελική υπομονή και ανεκτικότητα των (τροτσκιστών) δεν ανησυχούσαν και δεν περίμεναν τίποτα διαφορετικό. Οι καινούργιοι ρωτούσαν τους (ντόπιους):  «Γιατί στην τραπεζαρία τρώτε τη σούπα και τον χυλό και το ψωμί το παίρνετε μαζί σας στις παράγκες; Γιατί δεν τρώτε το ψωμί με την σούπα, όπως κάνει όλος ο κόσμος;». Χαμογελώντας με τα σκασμένα χείλη και δείχνοντας τα ξεδοντιασμένα ούλα από την αβιταμίνωση, οι ντόπιοι απαντούσαν στους νέους: «Μετά από δύο βδομάδες ο καθένας από σας θα καταλάβει και θα κάνει το ίδιο». Πώς να τους εξηγήσεις, ότι ποτέ στη ζωή τους δεν έχουν αισθανθεί τι θα πει πείνα, χρόνια πείνα  που σου σπάει το ηθικό, ότι δεν μπορείς να παλέψεις με την δύναμη αυτή που σε κυβερνά, να θέλεις να επιμηκύνεις -όσο αυτό είναι δυνατό- την χαρά του φαγητού. Στην παράγκα με ένα κύπελλο ζεστό λειωμένο χιόνι, να αποτελειώσεις το ψωμί. Δεν ήταν όλοι οι νέοι έτσι, που κουνώντας το κεφάλι, συγκαταβατικά έφευγαν.

Ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ καταλάβαινε λίγο περισσότερο. Γι΄ αυτόν ήταν ξεκάθαρο ότι τους έφεραν για να πεθάνουν. Να αντικαταστήσουν αυτούς του ζωντανούς νεκρούς. Τους έφεραν φθινόπωρο, μπροστά είναι ο χειμώνας, τον χειμώνα δεν είναι να φύγεις. Το καλοκαίρι όμως -και αν δεν φύγουν- τουλάχιστον θα πεθάνουν ελεύθεροι.  Όλο το χειμώνα γινόταν η επεξεργασία αυτού του σχεδόν μοναδικού στα είκοσι χρόνια εγχειρήματος. Ο Πουγγατσώβ κατάλαβε ότι αυτοί που θα δουλεύουν δεν θα μπορέσουν να αντέξουν όλο το χειμώνα. Μετά από μερικές εβδομάδες δουλειάς, μέσα στους συνηθισμένους χώρους δεν θα δραπετεύσει κανείς. Οι συνωμότες σιγά σιγά έπιασαν δουλειά στις βοηθητικές υπηρεσίες. Ο Σολντάτωβ έγινε νοσοκόμος, ο Πουγγατσώβ έκανε πολιτιστική
δουλειά, υπήρχε ένας ιατρός και δύο υπεύθυνοι για τις εξωτερικές δουλειές, ο οπλουργός Ιβάσενκο επισκεύαζε τα όπλα της φρουράς. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει ένα βήμα έξω από τα συρματοπλέγματα.

Άρχισε η εκπληκτική άνοιξη, πολύ φως, χωρίς βροχή, χωρίς λιώσιμο των πάγων, χωρίς το τραγούδι των πουλιών. Ξαφανίστηκε σιγά σιγά το χιόνι, κάηκε από τον ήλιο. Όπου δεν έφτανε ο ήλιος, κάτω από δένδρα, το χιόνι δεν έλιωνε, σαν σωροί ασημιού, που λες θα περίμεναν τον επόμενο χειμώνα. Ήρθε η ορισμένη μέρα. Στην πόρτα του μικρού φυλακίου δίπλα στη μεγάλη πόρτα του στρατοπέδου όπου σύμφωνα με τον κανονισμό υπάρχουν πάντα δυο φύλακες, κτύπησαν. Ο φύλακας χασμουρήθηκε και κοίταξε το ρολόι του τοίχου ήταν πέντε το πρωί. Μόνο πέντε σκέφτηκε. Ο φύλακας έβγαλε το μάνταλο και άφησε τον επισκέπτη να μπει. Ήταν ο μάγειρος του στρατοπέδου, ο κρατούμενος Σολντάτωβ, που ήρθε να πάρει τα κλειδιά από την αποθήκη των τροφίμων. Τα κλειδιά τα είχε η βάρδια. Τρεις φορές την ημέρα, ο μάγειρος Σοντάτωβ ερχόταν να τα πάρει, μετά τα έφερνε πίσω. Έπρεπε ο φύλακας να ανοίγει την αποθήκη στο μαγειρείο, οι φύλακες ήξεραν ότι ο έλεγχος του μάγειρα είναι άδικος κόπος, κανένα λουκέτο δεν μπορεί να εμποδίσει τον μάγειρα αν εκείνος θελήσει να κλέψει και έτσι εμπιστευόταν τα κλειδιά σ΄ αυτόν. Πολύ περισσότερο επειδή η ώρα ήταν πέντε. Ο φύλακας είχε δουλέψει εδώ περισσότερα από δέκα χρόνια. Εδώ και πολύ καιρό έπαιρνε διπλό μισθό και χιλιάδες φορές έδινε τα κλειδιά σε χέρια κρατουμένων μαγείρων.  «Πάρτα», και έσκυψε να συνεχίσει να κάνει γραμμές στο τετράδιο με την πρωινή αναφορά. Ο Σολντάτωβ πήγε πίσω από την πλάτη του, ξεκρέμασε τα κλειδιά, τα έβαλε στην τσέπη του και έπιασε τον φύλακα από τον λαιμό. Την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε και στο φυλάκιο από την πλευρά που βλέπει προς το στρατόπεδο μπήκε ο Ιβάσενκο, ο οπλουργός. Ο Ιβάσενκο βοήθησε τον Σολντάτωβ να πνίξει τον φύλακα και να κρύψει το πτώμα πίσω από το ντουλάπι. Το πιστόλι τού φύλακα Ιβάσενκο το έβαλε στην τσέπη του. Από το παράθυρο που έβλεπε έξω, είδαν τον δεύτερο φύλακα να έρχεται. Ο Ιβάσενκο στα γρήγορα έβαλε την στολή του φύλακα, το πηλήκιο, και κάθισε μπροστά στο γραφείο, όπως θα έκανε ο φύλακας. Ο δεύτερος φύλακας άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο μισοσκότεινο μικρό φυλάκιο. Την ίδια στιγμή τον άρπαξαν, τον έπνιξαν και τον έριξαν πίσω από ένα ντουλάπι. Ο Σολντάτωβ φόρεσε τα ρούχα του. Όπλα και στρατιωτικά ρούχα είχαν τώρα δύο συνωμότες. Όλα γινόταν με σχέδιο με τις προδιαγραφές τού ταγματάρχη Πουγγατσώβ. Ξαφνικά στο φυλάκιο εμφανίστηκε η γυναίκα τού δεύτερου φύλακα, για να πάρει τα κλειδιά που κατά λάθος πήρε ο άντρας της. «Την κυρά δεν θα την πνίξουμε» είπε ο Σολντάτωβ. Την έπιασαν, την έδεσαν, της έβαλαν πετσέτα στο στόμα και την παράτησαν στη γωνία.  Γύρισε από την δουλειά μια από τις ομάδες. Κάτι τέτοιο το είχαν προβλέψει. Ο φρουρός που μπήκε μέσα αφοπλίστηκε αμέσως και δέθηκε από τους δύο (στρατιώτες). Το τουφέκι έπεσε στα χέρια των συνωμοτών. Από τη στιγμή αυτή, την καθοδήγηση ανέλαβε ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ. Ο χώρος μπροστά από την πόρτα ήταν ορατός από τα δύο γωνιακά φυλάκια, όπου υπήρχαν στρατιώτες. Τίποτα το παράδοξο δεν είδαν οι στρατιώτες της βάρδιας.  Λίγο νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα βγήκε η ομάδα εργασίας, αλλά ποιος στο βορρά μπορεί να πει, πότε είναι νωρίς και πότε είναι αργά. Φαίνεται λίγο νωρίς. Μπορεί να είναι αργά. Η ομάδα δέκα ανθρώπων, ανά δύο, κινήθηκε προς το εργοτάξιο. Μπροστά και πίσω σε απόσταση έξι  μέτρων, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό, υπήρχαν φρουροί. Ο ένας από αυτούς κρατούσε ντουφέκι. Ο σκοπός από τον πύργο είδε ότι η ομάδα έστριψε από τον δρόμο στο μονοπάτι που περνούσε δίπλα από τον στρατώνα, όπου στεγαζόταν η φρουρά του στρατοπέδου. Εκεί έμεναν και όλοι οι φύλακες, εξήντα άνθρωποι. Οι κοιτώνες ήταν στο βάθος, αμέσως μπροστά ήταν το φυλάκιο της βάρδιας και ο οπλισμός. Ο στρατιώτης τής βάρδιας μισοκοιμόταν, είδε ότι κάποιος φύλακας πηγαίνει μια ομάδα φυλακισμένων στη δουλειά από το διπλανό μονοπάτι. «Θα είναι ο Τσερνένκο», μη αναγνωρίζοντας τον επικεφαλής, σκέφτηκε. «Θα του κάνω οπωσδήποτε αναφορά». Ήταν υστερόβουλος και δεν θα άφηνε την ευκαιρία να κάνει σε κάποιον ζημιά, όταν υπήρχε δικαιολογία. Αυτή ήταν και η τελευταία του σκέψη. Η πόρτα άνοιξε στον στρατώνα μπήκαν τρεις στρατιώτες. Οι δύο προχώρησαν προς τον κοιτώνα, ο τρίτος πυροβόλησε τον φύλακα εξ΄ επαφής. Πίσω από τους στρατιώτες μπήκαν και οι κρατούμενοι, όλοι όρμησαν προς τα όπλα τα ντουφέκια και τα αυτόματα βρέθηκαν στα χέρια τους. Ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ με πάταγο άνοιξε την πόρτα του κοιτώνα. Οι στρατιώτες αγουροξυπνημένοι με τα εσώρουχα κινήθηκαν κατά την πόρτα, δύο ριπές αυτόματου στο ταβάνι τους σταμάτησαν. «Κάτω» φώναξε ο ταγματάρχης και οι στρατιώτες μπήκαν κάτω από τα κρεβάτια τους. Ένας δραπέτης με αυτόματο έμεινε να φυλάει στην πόρτα τού στρατώνα.  Οι ομάδα, χωρίς περιττή βιασύνη, ντύθηκε τα στρατιωτικά ρούχα. Μάζεψαν τρόφιμα και πήραν πολεμοφόδια. Ο Πουγγατσώβ διέταξε να μη πάρουν παρά μόνο γαλέτες και σοκολάτα. Όπλα και σφαίρες πήραν, όσα μπορούσαν. Ο ιατρός κρέμασε το φορητό φαρμακείο στον ώμο του. Οι δραπέτες ένοιωσαν τους εαυτούς τους και πάλι στρατιώτες. Μπροστά τους ήταν απροσπέλαστα δάση, ήταν όμως αυτά χειρότερα από το στρατόπεδο; Βγήκαν στον δρόμο ο Πουγγατσώβ, σήκωσε το χέρι του και σταμάτησε ένα φορτηγό. «Κατέβα!». Άνοιξε την πόρτα τού οδηγού τού φορτηγού. «Μα εγώ…», «Κατέβα σου λένε». Ο οδηγός κατέβηκε στο τιμόνι κάθισε ο λοχαγός Γκεργκάτζε, δίπλα του ο Πουγγατσώβ. Οι δραπέτες στρατιώτες μπήκαν στην καρότσα και το φορτηγό ξεκίνησε. «Εδώ σαν να έχει στροφή. Η βενζίνη τέρμα!».. Ο Πουγγατσώβ βλαστήμησε. Μπήκαν στο δάσος, όπως βουτάει κανείς στο νερό. Ξαφανίστηκαν αμέσως στο μεγάλο σιωπηλό χάος. Συμβουλευόμενοι συνεχώς τον χάρτη δεν έχαναν τον δρόμο της σωτηρίας προς την ελευθερία. Προχωρώντας ίσια από το πυκνό αυτό δάσος. Τα δέντρα στο βορρά πεθαίνουν ξαπλωμένα, όπως οι άνθρωποι. Οι ρίζες τους μοιάζουν σαν νύχια τεράστιου άγριου πουλιού, που γαντζώθηκε στην πέτρα. Από αυτά τα τεράστια νύχια προς τον αιώνιο πάγο, φεύγουν χιλιάδες ίνες. Κάθε καλοκαίρι το κρύο υποχωρεί και τότε στον κάθε πόντο μπαίνει μία ίνα και κατακτά λίγο χώρο. Τα δέντρα εδώ ωριμάζουν στα τριακόσια χρόνια, αργά, σηκώνοντας το μεγάλο και γερό κορμό τους πάνω σε αυτές τις αδύνατες ρίζες. Τα δέντρα που χτυπά η καταιγίδα πέφτουν μονοκόμματα με τις κορυφές προς την ίδια κατεύθυνση, και πεθαίνουν. Σταμάτησαν και άρχισαν να ετοιμάζονται για ύπνο γρήγορα και με γνώση. Μόνο ο Ασότ και ο Μαλίνιν δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Πουγγατσώβ.  «Να, ο Ασότ όλο προσπαθεί να μου αποδείξει, ότι τον Αδάμ από τον παράδεισο τον εξόρισαν στην Κεϋλάνη.». «Γιατί στην Κεϋλάνη;». «Έτσι λένε οι μωαμεθανοί», είπε ο Ασότ. «Εσύ τι είσαι, Τάταρος;». «Εγώ όχι, η γυναίκα μου». «Ποτέ δεν άκουσα κάτι τέτοιο» είπε ο Πουγγατσώβ χαμογελώντας. «΄Έτσι και εγώ δεν το άκουσα ποτέ», συμπλήρωσε ο Μαλίνιν. «Κοιμηθείτε!».

Έκανε κρύο και ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ ξύπνησε. Ο Σολντάτωβ καθόταν έχοντας το αυτόματο στα πόδια του. Ο Πουγγατσώβ ξάπλωσε ανάσκελα και βρήκε με τα μάτια του το πολικό αστέρι, το αγαπημένο αστέρι των οδοιπόρων.  Οι αστερισμοί εδώ δεν είχαν την ίδια θέση όπως στην Ευρώπη, την Ρωσία- εδώ ήταν λίγο παράγωνα, η μεγάλη άρκτος βρισκόταν κοντά στη γραμμή του ορίζοντα. Εδώ υπήρχε σιωπή, τα μεγάλα δέντρα στεκόταν μακριά το ένα από το άλλο. Το δάσος ήταν γεμάτο από αυτή την ανήσυχη σιωπή, που είναι γνωστή στον κάθε κυνηγό. Αυτή τη φορά ο Πουγγατσώβ δεν ήταν κυνηγός, ήταν το θήραμα το οποίο ψάχνουν. Η σιωπή του δάσους για αυτόν ήταν τρεις φορές πιο ανήσυχη.

Αυτή ήταν η πρώτη του νύχτα ελευθερίας, πρώτη ελεύθερη νύχτα μετά από πολλά χρόνια φοβερής ταλαιπωρίας . Ξαπλωμένος, θυμόταν πώς άρχιζε αυτό που τώρα βρίσκεται στην εξέλιξή του, που περνάει μπροστά στα μάτια του σαν περιπετειώδης ταινία. Σαν να γύρισαν την ταινία δώδεκα ζωών, σαν με τα ίδια του τα χέρια να γυρίζει με τέτοια ταχύτητα, που τα γεγονότα -αντί να είναι ορατά- μέρα μέρα περνάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και να η επιγραφή «Τέλος τού έργου», είναι ελεύθεροι. Αρχή τής πάλης , τού παιχνιδιού τής ζωής.

Ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ θυμήθηκε το γερμανικό στρατόπεδο, από όπου δραπέτευσε το ΄44. Το μέτωπο πλησίαζε στην πόλη. Εκείνος οδηγούσε φορτηγό μέσα στο τεράστιο στρατόπεδο. Θυμήθηκε πως ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και έριξε το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, γκρεμίζοντας τα πρόχειρα τοποθετημένα στηρίγματα. Οι πυροβολισμοί τής φρουράς, φωνές, το τρελό τρέξιμο στους δρόμους της πόλης προς διάφορες κατευθύνσεις, το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, η νυκτερινή πορεία προς το μέτωπο, η συνάντηση η ανάκριση στο ειδικό τμήμα. [ειδικό τμήμα: υπηρεσία που έλεγχε την καθαρότητα της πολιτικής κατάστασης του συγκεκριμένου ατόμου, όλοι οι αιχμάλωτοι σοβιετικοί ήταν καταρχήν ύποπτοι προδοσίας.] Κατηγορία κατασκοπία, καταδίκη εικοσιπέντε χρόνια φυλάκισης. Θυμήθηκε τις επισκέψεις των αρχηγών των ρωσικών μονάδων, συγκεκριμένα του Βλάσωβ με το «μανιφέστο» του. Επισκέψεις στους πεινασμένους, βασανισμένους ταλαιπωρημένους ρώσους στρατιώτες. «Το καθεστώς σάς έχει από καιρού απαρνηθεί. Ο κάθε αιχμάλωτος είναι προδότης στα μάτια τού καθεστώτος» έλεγαν αυτοί του Βλάσωβ. Έδειχναν εφημερίδες τής Μόσχας με τα διατάγματα. Οι αιχμάλωτοι τα γνώριζαν από πριν. Δεν ήταν τυχαίο πως μόνο στους ρώσους κρατούμενους δεν έστελναν δέματα. Γάλλοι, αμερικανοί, άγγλοι, αιχμάλωτοι όλων των εθνικοτήτων έπαιρναν δέματα, γράμματα, είχαν συνοχή, οι ρώσοι δεν είχαν τίποτα, εκτός από την πείνα και το μίσος για όλα στον κόσμο. Δεν είναι παράξενο ότι στον [ρωσικό απελευθερωτικό στρατό] πήγαν πολλοί κρατούμενοι των γερμανικών στρατοπέδων.

Ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ δεν πίστευε τους αξιωματικούς τού Βλάσωβ, μέχρι ο ίδιος να φτάσει στον κόκκινο στρατό. Ό,τι έλεγαν οι αξιωματικοί τού Βλάσωβ αποδείχτηκε αλήθεια. Το καθεστώς δεν τον χρειαζόταν. Το καθεστώς τον φοβόταν.

Μετά ήταν βαγόνια με κάγκελα, και φρουρά, πολυήμερες μετακινήσεις προς ανατολάς, θάλασσα, το αμπάρι πλοίου και τα κοιτάσματα χρυσού στον μακρινό βορρά, η πείνα τού χειμώνα. Ο Πουγγατσώβ ανασηκώθηκε και κάθισε. Ο Σολντάτωβ τού κούνησε το χέρι. Ο Σολντάτωβ είχε την τιμή τής σύλληψης της ιδέας, αν και ήταν από τους τελευταίους που προσχώρησαν στη συνομωσία. Ο Σολντάτωβ δεν τρόμαξε, δεν τα έχασε, δεν πρόδωσε. Μπράβο Σολντάτωβ! Στα πόδια του είναι ξαπλωμένος ο  αξιωματικός τής αεροπορίας Χρουστάλεβ , η τύχη του οποίου  είναι ανάλογη της τύχης τού Πουγγατσώβ. Κτυπημένο από τους γερμανούς αεροπλάνο, αιχμαλωσία, πείνα, δραπέτευση, στρατοδικείο και στρατόπεδο.  Ο Χρουστάλεβ γύρισε πλευρό, το ένα του μάγουλο είναι πιο κόκκινο από το άλλο. Με τον Χρουστάλεβ πρώτο, μερικούς μήνες πριν μίλησε ο Πουγγατσώβ. Για το πόσο καλύτερος είναι ο θάνατος από την ζωή των φυλακισμένων, πως καλύτερα να πεθάνουν με το όπλο στο χέρι, παρά αδυνατισμένοι από την πείνα και την δουλειά  κάτω από τα κτυπήματα των δεσμοφυλάκων. Ο Χρουστάλεβ, όπως και ο Πουγγατσώβ ήταν άνθρωπος της δράσης, και αυτή η μηδαμινή πιθανότητα, σύμφωνα με την οποία δώδεκα άνθρωποι έπαιζαν την ζωή τους κορώνα γράμματα, όλα είχαν συζητηθεί με όλες τις λεπτομέρειες. Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη του αεροδρομίου, και ενός αεροπλάνου. Αεροδρόμια υπήρχαν εδώ αρκετά, και τώρα βαδίζουν προς το πλησιέστερο μέσα από το δάσος.

Ο Χρουστάλεβ ήταν εκείνος τον οποίο αναζήτησαν οι δραπέτες μετά την επίθεση εναντίον των στρατιωτών. Ο Πουγγατσώβ δεν ήθελε να φύγει χωρίς τον καλύτερο του φίλο. Κοιμάται ο Χρουστάλεβ, βαθιά και ήσυχα. Δίπλα του ο Ιβάσενκο, ο οπλουργός, που διόρθωνε τα ντουφέκια και τα πιστόλια των φρουρών. Ο Ιβάσενκο έμαθε ό,τι χρειαζόταν για την επιτυχία: Πού βρίσκεται ο οπλισμός, ποιος και πότε έχει βάρδια, πού είναι οι αποθήκες των πολεμοφοδίων. Ο Ιβάσενκο ήταν στην αντικατασκοπία. Βαθιά κοιμούνται δίπλα-δίπλα ο Λεβίτσκι και ο Ιγνάτοβιτς οι δύο πιλότοι, οι φίλοι του Χρουστάλεβ. Κοιμάται ο οδηγός τάνκς, Πολιακώβ,  ακουμπώντας και τα δυο του χέρια στους διπλανούς του τον γίγαντα Γκεοργκάτζε και τον φαλακρό γελαστό Ασότ, το επώνυμο του οποίου δεν μπορεί να θυμηθεί ο ταγματάρχης. Έχοντας την τσάντα με τα ιατρικά εργαλεία για προσκέφαλο κοιμάται ο Σάσα Μαλίνιν, στρατιωτικός γιατρός, ο γιατρός τής ειδικής ομάδας τού Πουγγατσώβ. Ο Πουγγατσώβ χαμογέλασε. Ο καθένας, προφανώς με τον δικό του τρόπο, φανταζόταν αυτή την δραπέτευση. Αλλά στο ότι όλα πήγαιναν καλά, όλοι καταλάβαιναν αμέσως την κατάσταση, ο Πουγγατσώβ δεν έβλεπε μόνο τη δική του ικανότητα. Όλοι γνώριζαν ότι τα γεγονότα εξελίσσονται, όπως είχαν προβλεφθεί. Υπάρχει αρχηγός, υπάρχει κοινός  σκοπός. Σίγουρος αρχηγός και δύσκολος σκοπός. Υπάρχει οπλισμός. Υπάρχει η ελευθερία. Μπορούν να κοιμηθούν τον βαθύ ύπνο τού στρατιώτη ακόμα και σε αυτή την βόρεια νύχτα, με τον παράξενο χωρίς ήλιο φωτισμό, όταν τα δένδρα δεν έχουν ίσκιο. Τους υποσχέθηκε την ελευθερία, έχουν ελευθερία. Τους οδηγούσε στο θάνατο, αυτοί δεν φοβούνται τον θάνατο. «Κανείς δεν πρόδωσε», σκεπτόταν ο Πουγγατσώβ, «μέχρι την τελευταία μέρα». Για την δραπέτευση ήξεραν αρκετοί στο στρατόπεδο. Η επιλογή των ανθρώπων κράτησε μερικούς μήνες. Πολλοί από αυτούς που μίλησε ο Πουγγατσώβ αρνήθηκαν, κανείς όμως δεν πήγε να καταδώσει. Αυτό ήταν που του έδινε παρηγοριά. «Μπράβο μπράβο», ψιθύριζε χαμογελώντας.

Έφαγαν γαλέτες και σοκολάτα και αμίλητοι ξεκίνησαν. Ένα δυσδιάκριτο μονοπάτι τούς έδειχνε τον δρόμο. «Το μονοπάτι τής αρκούδας» είπε ο Σελιβάνωβ, κυνηγός από την Σιβηρία. Ο Πουγγατσώβ με τον Χρουστάλεβ ανέβηκαν στο ύψωμα έχοντας μαζί τους όργανα για τον προσανατολισμό με τρίποδο. Κοιτούσαν κάτω με τα κιάλια τους. Δύο γραμμές στο βάθος το ποτάμι και ο δρόμος. Το ποτάμι δεν είχε τίποτα το αξιόλογο, ο δρόμος όμως ήταν γεμάτος με καμιόνια . «Κρατούμενοι» είπε ο Χρουστάλεβ. Ο Πουγγατσώβ κοίταξε καλύτερα. «Όχι, είναι στρατιώτες. Είναι για μας, πρέπει να χωριστούμε» είπε ο Πουγγατσώβ. «Οι οκτώ από μας πρέπει να διανυκτερεύσουν μέσα στα χόρτα, οι υπόλοιποι τέσσερις θα ακολουθήσουμε την χαράδρα, το πρωί θα γυρίσουμε αν όλα πάνε καλά».

Περνώντας από την άκρη του δάσους, μπήκαν στη κοίτη του ποταμού. Καιρός να γυρίσουμε. «Κοίταξε, είναι αρκετοί πάμε από την κοίτη προς τα πάνω». Ανασαίνοντας βαριά ανέβαιναν γρήγορα οι πέτρες κάτω από τα πόδια τους έφευγαν κατευθείαν προς τους στρατιώτες δημιουργώντας πανδαιμόνιο. Ο Λεβίτσκι γύρισε και βλαστημώντας έπεσε. Η σφαίρα τον πέτυχε στο μάτι. Ο Γκεοργκάτζε σταμάτησε δίπλα σε μια μεγάλη πέτρα, έκανε μεταβολή και με μια ριπή του αυτόματου σταμάτησε τους επιτιθεμένους στρατιώτες, όχι για πολύ, το αυτόματο του σίγησε, πυροβολούσε μόνο το ντουφέκι. Ο Χρουστάλεβ και ο Ταγματάρχης Πουγγατσώβ πρόλαβαν να ανέβουν πιο ψηλά, στην ράχη. «Πήγαινε μόνος» είπε στον Χρουστάλεβ ο ταγματάρχης, «θα τους καθυστερήσω». Πυροβολούσε χωρίς βιασύνη κάθε έναν που ξεμυτούσε. Ο Χρουστάλεβ γύρισε φωνάζοντας: «Έρχονται» και έπεσε. Πίσω από τον βράχο έβγαιναν στρατιώτες. Ο Πουγγατσώβ τινάχτηκε, πυροβόλησε αυτούς που έτρεχαν και πήγε τρέχοντας προς την στενή κοίτη του  ποταμού. Πέφτοντας  πιάστηκε από ένα κλαδί, κρατήθηκε και κρύφτηκε στο πλάι. Οι πέτρες που παρέσυρε κατρακυλούσαν, αφού δεν έφτασαν ακόμα κάτω. Περπατούσε μέσα από το δάσος χωρίς δρόμο, ώσπου εξαντλήθηκε. Πάνω από το ξέφωτο σηκώθηκε ο ήλιος, σε αυτούς που ήταν κρυμμένοι στα χόρτα φαινόταν οι φιγούρες των στρατιωτών, που είχαν περικυκλώσει το ξέφωτο. «Είναι το τέλος;» είπε ο Ιβάσενκο και έσπρωξε τον Χατσατουριάν με τον αγκώνα. «Γιατί τέλος;» είπε ο Ασότ, σηκώνοντας το όπλο. Ακούστηκε ο πυροβολισμός, έπεσε ένας στρατιώτης στο μονοπάτι. Τότε από όλες τις πλευρές άρχισαν να πυροβολούν προς τα χόρτα. Μετά από διαταγή οι στρατιώτες όρμησαν μέσα από τον βάλτο, συνεχείς πυροβολισμοί και βογκητά. Η επίθεση αποκρούστηκε. Μερικοί τραυματίες ήταν στα νερά του βάλτου. «Νοσοκόμος, πήγαινε» ακούστηκε η φωνή κάποιου αξιωματικού. Πριν ξεκινήσουν είχαν προβλέψει να πάρουν μαζί τους νοσοκόμο, τον κρατούμενο Γιάσκα Κουτσέν, που ήταν από την δυτική Λευκορωσία. Χωρίς να πει κουβέντα ο κρατούμενος Κουτσέν ξεκίνησε, κουνώντας την τσάντα με τον κόκκινο σταυρό. Η σφαίρα που τον πέτυχε στον ώμο σταμάτησε τον Κουτσέν στα μισά του δρόμου. Πετάχτηκε χωρίς φόβο ο αρχηγός τού αποσπάσματος, εκείνου του αποσπάσματος που αφόπλισαν οι φυγάδες. Φώναξε: «Εε Ιβάσενκο, Σολντάτωβ, Πουγγατσώβ, παραδοθείτε είσαστε περικυκλωμένοι! Δεν μπορείτε να διαφύγετε!». «Ελάτε να παραλάβετε τον οπλισμό!» Φώναξε ο Ιβάσενκο από τους θάμνους! Ο Μπομπιλιώβ, αξιωματικός της φρουράς έτρεξε πιτσιλώντας τα νερά του βάλτου προς τους θάμνους. Όταν κάλυψε την μισή απόσταση, ακούστηκε ο πυροβολισμός, ο Ιβάσενκο τον πέτυχε ακριβώς στο μέτωπο. «Παλικάρι» τού είπε ο Σολντάτωβ». Ο αξιωματικός ήταν τόσο θαρραλέος, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, επειδή θα τον εκτελούσαν ή θα τον καταδίκαζαν. Βαστάτε! Πυροβολούσαν από παντού. Ακούστηκε το πολυβόλο που ήρθε για ενίσχυση.  Ο Σολντάτωβ αισθάνθηκε κάψιμο, και στα δυο του πόδια ένιωσε πάνω του το κεφάλι τού σκοτωμένου Ιβάσενκο. Οι διπλανοί θάμνοι σιωπούσαν, στο βάλτο κείτονταν δέκα σκοτωμένοι.  Ο Σολντάτωβ πυροβολούσε, ώσπου κάτι τον κτύπησε στο κεφάλι, λιποθύμησε.

Ο Νικόλαο Σεργκέιεβιτς Μπράουντε, ο αρχιχειρούργος του μεγάλου νοσοκομείου, κλήθηκε ξαφνικά, από τον στρατηγό Αρτέμιεβ, αυτός ήταν ένας από τους τέσσερις στρατηγούς στην Κολιμά, που ήταν επικεφαλής της φρουράς του στρατοπέδου. Στο τηλεγράφημα του ζητούσαν να συνοδεύεται από βοηθούς και να έχει υλικό για να περιποιηθεί τραυματίες.  Ο Μπράουντε δεν κάθισε να κάνει υποθέσεις, ετοιμάστηκε γρήγορα, φόρτωσε το υλικό σε φορτηγάκι του νοσοκομείου και ξεκίνησε προς το σημείο που του υπέδειξαν. Στον δρόμο συνεχώς τους προσπερνούσαν μεγάλα στρατιωτικά καμιόνια, φορτωμένα πάνοπλους στρατιώτες. Έπρεπε να καλύψουν μόνο σαράντα χιλιόμετρα, έκαναν πολλές στάσεις, και τα αυτοκίνητα που είχαν μαζευτεί κάπου μπροστά, λόγω των συνεχών ελέγχων ο Μπράουντε κατάφερε να φθάσει μετά από τρεις ώρες. Ο στρατηγός Αρτέμιεβ τον περίμενε στο σπίτι ενός σημαίνοντος προσώπου της περιοχής. Ο Μπράουντε και ο Αρτέμιεβ ήταν από τους παλιούς εδώ στην Κολιμά, η μοίρα τους έφερνε κοντά αρκετές φορές. «Τι γίνεται εδώ, πόλεμος;» ρώτησε ο Μπράουντε τον στρατηγό, μόλις τον χαιρέτησε.  «Δεν ξέρω αν είναι πόλεμος, στην πρώτη μάχη σκοτώθηκαν 28, τους τραυματίες θα τους δείτε μόνος σας». Όση ώρα ο Μπράουντε έπλενε τα χέρια του στο νιπτήρα, ο στρατηγός τού διηγήθηκε τις συνθήκες της απόδρασης. «Μα εσείς» είπε ο Μπράουντε «έπρεπε να καλέσετε τα αεροπλάνα να τους ρίξετε βόμβες. Ίσως καλύτερα κατευθείαν να τους ρίχνατε ατομικές βόμβες». «Σας φαίνονται όλα αστεία» είπε ο στρατηγός, «Εγώ όμως από στιγμή σε στιγμή περιμένω διαταγή και χωρίς αστεία. Καλά αν γλιτώσω μόνο με μετάθεση, από την φρουρά του στρατοπέδου μπορούν και να με παραπέμψουν σε δίκη, πολλά γίνονται». Ότι πολλά γίνονται το ήξερε και ο Μπράουντε. Μερικά χρόνια πριν, τρεις χιλιάδες άνθρωποι στάλθηκαν στο λιμάνι τον χειμώνα με τα πόδια, εκεί είχαν καταστραφεί οι αποθήκες από θύελλα. Κατά την μετάβαση αυτή, από τους τρεις χιλιάδες έμειναν ζωντανοί τριακόσιοι. Ο άνθρωπος που έδωσε την εντολή και ήταν επικεφαλής τού στρατοπέδου θυσιάστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε. Ο Μπράουντε μέχρι το βράδυ έβγαζε σφαίρες, έκανε εγχειρήσεις, και αλλαγές. Οι τραυματίες ήταν όλοι στρατιώτες, κανένας φυγάς. Την άλλη μέρα προς το βράδυ έφεραν πάλι τραυματίες. Περικυκλωμένοι από αξιωματικούς, δύο στρατιώτες έφεραν το φορείο με τον πρώτο και μοναδικό δραπέτη, τον οποίο είδε ο Μπράουντε. Ήταν ντυμένος με στρατιωτικά ρούχα και ξεχώριζε από τους στρατιώτες μόνο επειδή ήταν αξύριστος. Είχε θραύση των οστών στις κνήμες από πυροβόλο όπλο, θραύση των οστών του ώμου από την ίδια αιτία, επίσης τραύμα στο κεφάλι. Ο δραπέτης είχε χάσει τις αισθήσεις του. Ο Μπράουντε του έδωσε τις πρώτες βοήθειες, μετά από διαταγή τού Αρτέμιεβ τον πήρε στο νοσοκομείο μαζί με τους φρουρούς του, όπου υπήρχαν οι συνθήκες για σοβαρή εγχείρηση. Όλα είχαν τελειώσει. Εκεί κοντά υπήρχε ένα μικρό φορτηγάκι, μέσα τοποθετήθηκαν τα πτώματα των δραπετών. Δίπλα άλλο αυτοκίνητο με τα πτώματα των στρατιωτών.

Μπορούσαν να είχαν διώξει τον στρατό μετά από αυτή τη νίκη, για πολλές μέρες ακόμα τα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες πηγαινοέρχονταν κατά μήκος των δύο χιλιάδων χιλιομέτρων τού δρόμου. Ο δωδέκατος, ταγματάρχης Πουγγατσώβ δεν βρέθηκε. Ο Σολντάτωβ για πολύ καιρό ήταν υπό ιατρική παρακολούθηση, και όταν έγινε καλά εκτελέστηκε. Αυτή ήταν η μόνη θανατική ποινή από τις εξήντα, δηλαδή τους εξήντα καταδικασμένους φίλους και συγγενείς των δραπετών. Ο διευθυντής του στρατοπέδου καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης. Η ιατρός Ποτάνινα, προϊσταμένη του υγειονομικού τμήματος αθωώθηκε στο δικαστήριο και μόλις τελείωσε η δίκη, άλλαξε τόπο εργασίας. Ο στρατηγός Αρτέμιεβ, σαν να το ήξερε, τον μετέθεσαν από την δουλειά του και μετά τον αποστράτευσαν.

Ο Πουγγατσώβ με δυσκολία μπήκε στο στενό πέρασμα της σπηλιάς, ήταν σπηλιά της αρκούδας, η χειμερινή της κατοικία, την οποία έχει από καιρό εγκαταλείψει και τριγυρνά στο δάσος. Στο δάπεδο και τους τοίχους της σπηλιάς έβρισκες σημάδια τής αρκούδας. «Τι γρήγορα τελείωσαν όλα,» σκεπτόταν ο Πουγγατσώβ. «Θα φέρουν τα σκυλιά και θα με βρουν, θα με πιάσουν. Ξαπλωμένος στη σπηλιά θυμήθηκε όλη του τη ζωή, δύσκολη εργένικη ζωή, ζωή που τελειώνει εδώ σε μια σπηλιά της αρκούδας στον μακρινό βορρά. Θυμήθηκε τους ανθρώπους, όλους όσους εκτιμούσε και αγαπούσε, αρχίζοντας από την μητέρα του. Θυμήθηκε την δασκάλα του την Μαρία Ιβάνοβνα, φορούσε μια βαμβακερή ζακέτα, που ήταν παλιά και ξεθωριασμένη. Πολλούς ακόμα ανθρώπους, με τους οποίους έτυχε να συναντηθεί. Καλύτεροι από όλους ήταν οι ένδεκα νεκροί φίλοι του, κανείς άλλος δεν είχε αισθανθεί τις απογοητεύσεις το ψέμα, την απάτη. Σε αυτή την βόρεια κόλαση βρήκαν την δύναμη να τον πιστέψουν, και να απλώσουν τα χέρια προς την ελευθερία. Πέθαναν στη μάχη, ναι, ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι τής ζωής του. Έκοψε ένα κλαδάκι που βρέθηκε πολύ κοντά στο άνοιγμα της σπηλιάς. Ο μικρός μαραμένος καρπός έσπασε στα χέρια του, τα έγλυψε. Ο υπερώριμος καρπός ήταν άγευστος σαν το λειωμένο χιόνι. Η ξερή φλούδα κόλλησε στην ξερή γλώσσα του. Ναι! Ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι. Θυμήθηκε και το επίθετο του Ασότ, Χατσατουριάν. Ο ταγματάρχης Πουγγατσώβ, τους θυμήθηκε όλους: τον έναν κατόπι του άλλου, χαμογέλασε στον καθένα χωριστά. Μετά έβαλε την κάνη του πιστολιού στο στόμα και για τελευταία φορά στη ζωή του, πίεσε την σκανδάλη.

Τέλος!

Πηγή: Περιοδικό (λογοτεχνικά αναγνώσματα) της ένωσης τυφλών Ρωσίας


Συντομευμένη μετάφραση τού βιογραφικού τού Βαρλαάμ Σαλάμοβ, με πηγή από την ιστοσελίδα http://en.wikipedia.org/ .
Μετάφραση: Μαρίνα Ακλήρου

Ο Βαρλάαμ Τιχόνοβιτς Σαλάμοφ, ρώσος συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και επιζών από τα Γκούλαγκ, γεννήθηκε το 1907 στη Ρωσία και πέθανε το 1982. Ο πατέρας του ήταν παπάς και δάσκαλος και η μητέρα του δασκάλα και ασχολιόταν με την ποίηση. Επειδή ήταν γιος ιερέα, δεν τον στήριξαν οι Αρχές προκειμένου να σπουδάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γι΄ αυτό εργάστηκε για δύο χρόνια σε εργοστάσιο δερμάτων. Ωστόσο το 1926 έγινε δεκτός μετά από διαγωνισμό στη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου τής Μόσχας. Αυτή την περίοδο γοητεύθηκε από τις συζητήσεις ανάμεσα στον Λουνατσάρσκυ και τον Βυντένσκυ. Τότε έγινε φανερό, ότι ο Σαλάμοβ θα γινόταν ένας σπουδαίος λογοτέχνης.

Από το 1929 συλλαμβάνεται και στέλνεται διαδοχικά σε διάφορες φυλακές και στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων, κατηγορούμενος ως Τροτσκιστής. Επίσης κατηγορήθηκε για τη συμμετοχή του στην παράνομη διανομή τής διαθήκης τού Λένιν, η οποία ασκούσε κριτική στον Στάλιν.

Μετά την απελευθέρωσή του, τού δόθηκε η ευκαιρία να εγκατασταθεί στην Κολιμά, στην οποία -όπως είπε σαρκαστικά- «μόνο σηκωτός θα πήγαινε», αλλά για ειρωνεία τής τύχης η μοίρα τού έπαιξε άσχημο παιχνίδι.

Το 1932 επέστρεψε στη Μόσχα, όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος και μπόρεσε να δημοσιεύσει κάποια δοκίμια και άρθρα του, συμπεριλαμβανομένου και τού πρώτου του διηγήματος με τίτλο «Οι τρεις θάνατοι τού Δόκτωρ Austino» το 1936.

Την εποχή των Μεγάλων Δικών τής Μόσχας, τον Ιανουάριο τού 1937, συνελήφθη εκ νέου για αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση και στάλθηκε στην Κολιμά, γνωστή ως «γη τού λευκού θανάτου». Βρισκόταν ακόμα στη φυλακή, όταν δημοσιεύτηκε ένα από τα διηγήματά του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Σύγχρονη Λογοτεχνία».

Το 1943 καταδικάστηκε ξανά, αυτή τη φορά για δέκα χρόνια, για αντισοβιετική δράση. Δούλεψε σε ορυχεία εξόρυξης χρυσού και κάρβουνου. Στάλθηκε επανειλημμένα σε περιοχές καταναγκαστικών έργων τόσο για τα πολιτικά του «εγκλήματα» όσο και για τις απόπειρες απόδρασης που είχε κάνει. Αρρώστησε από τύφο και εκείνη την περίοδο επιδόθηκε στη συγγραφή, αδιαφορώντας για την επιβίωσή του.

Το 1946, ο γιατρός Παντύχοφ, με κίνδυνο τής ζωής του κατάφερε να τον μεταθέσει σαν βοηθό στο νοσοκομείο τού στρατοπέδου. Έτσι κατάφερε να επιβιώσει και να ασχοληθεί με την ποίηση.

Από το 1954 μέχρι το 1973 δούλεψε το βιβλίο «Διηγήματα από την Κολιμά» που θεωρείται το βιβλίο τής ζωής του. Επέστρεψε στη Μόσχα το 1956, μετά την επίσημη αποκατάστασή του. Το 1957 έγινε ανταποκριτής τής λογοτεχνικής εφημερίδας Μασκβά και ξεκίνησαν να δημοσιεύονται ποιήματά του. Η υγεία του ωστόσο είχε κλονιστεί από την πολυετή παραμονή του στα στρατόπεδα και γι΄ αυτό τού δόθηκε αναπηρική σύνταξη.

Ο Σαλάμοφ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα και δοκίμιά του στο μεγαλύτερο σοβιετικό λογοτεχνικό περιοδικό, ενώ εξακολουθούσε να ασχολείται με το έργο τής ζωής του «Διηγήματα από την Κολιμά». Γνωρίστηκε με τους Πάστερνακ, Μάντελσταμ και Σολζενίτσιν. Τα χειρόγραφά του «Διηγήματα τής Κολιμά» πέρασαν λαθραία στο εξωτερικό μέσω σαμιζντάτ (σαμιζντάντ ήταν το μέσον με το οποίο διέδιδαν τα λογοκριμένα κείμενα, γραμμένα στο χέρι, από αναγνώστη σε αναγνώστη, χτίζοντας τα θεμέλια για την επιτυχή αντίσταση τής δεκαετίας τού 1980). Οι μεταφράσεις δημοσιεύτηκαν στη Δύση το 1966. Η πλήρης έκδοση στα ρωσικά δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1978 και επανεκδόθηκε πολλές φορές στη ρωσική γλώσσα και σε μεταφράσεις.

Τα Διηγήματα από την Κολιμά θεωρούνται ένα από τα σπουδαιότερα έργα τής ρωσικής λογοτεχνίας στο διήγημα τού εικοστού αιώνα. Στη Ρωσία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1987, σαν αποτέλεσμα τής πολιτικής γκλάσνοστ τού Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και διδάσκεται σήμερα στους μαθητές τής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Μετάβαση στο περιεχόμενο