Η συμβολή της λογοτεχνίας στην ευαισθητοποίηση των μαθητών και των μαθητριών για ζητήματα κινητικής αναπηρίας – ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΜΑΡΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ – Δ.Π.Μ.Σ. Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων – Μέρος 12ο

Μάι 7, 2025 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η συμβολή της λογοτεχνίας στην ευαισθητοποίηση των μαθητών και των μαθητριών για ζητήματα κινητικής αναπηρίας – ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΜΑΡΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ – Δ.Π.Μ.Σ. Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων – Μέρος 12ο

 

2.3.        Αποδόμηση

 

Η δεκαετία του 1970 αποτελεί ορόσημο για τη θεωρία της λογοτεχνίας ειδικότερα και για τις γραμματολογικές σπουδές γενικότερα. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας εμφανίζονται στο προσκήνιο των σπουδών της λογοτεχνίας, θεωρητικοί οι οποίοι βασιζόμενοι στις μελέτες των προγενέστερων ρευμάτων της θεωρίας της λογοτεχνίας-φορμαλισμός, δομισμός, νέα κριτικήεπιλέγουν μια πιο ριζοσπαστική θεώρηση στη λογοτεχνική μελέτη.

Ο Jacques Derrida για πρώτη φορά επεσήμανε την έννοια της «διαφωράς» (difference). Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στη γλωσσική «διαφωρά», στη «διαφωρά» του γλωσσικού σημείου. Αφορμή για να υιοθετήσει την παρούσα θεωρητική άποψη αποτέλεσε η φορμαλιστική κριτική, η οποία βασιζόμενη στο γλωσσολογικό πρότυπο του Ferdinard de Saussure τόνισε ότι το κάθε σημείο του κειμένου (σημαίνον) αντιστοιχεί σε ένα εξωτερικό νόημα (σημαινόμενο). Ο ίδιος αμφισβητεί την παρούσα θέση υποστηρίζοντας ότι ένα γλωσσικό σημείο εκ κατασκευής δύναται να έχει παραπάνω της μιας ερμηνείας. Αυτό συμβαίνει διότι σε ένα σύστημα όπως είναι η γλώσσα, τα σημεία αντιμετατίθενται, αντικαθίστανται και μεταβάλλονται.

Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σύστημα, κρίνεται αδύνατη η εξαγωγή ενός και μοναδικού νοήματος (Ντερριντά, 2024). Με αυτή την λογική το γλωσσικό σημείο δεν περιορίζεται στην εξαγωγή ενός συγκεκριμένου νοήματος μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά εκτείνεται επ’ άπειρον στον χωροχρόνο και επιδέχεται πολλές, διαφορετικές και αντιφατικές ερμηνείες.

Στο κείμενο του «Living on» ο Jacques Derrida αναφέρεται στην αμφισημία του νοήματος, η οποία προκαλείται από το ίδιο το γλωσσικό σημείο. Διατείνεται ότι μια γλωσσική φράση μπορεί να εμπεριέχει δυο και παραπάνω διαφορετικά νοήματα, που το ένα να αντικρούει το άλλο. Ένα νόημα δημιουργεί κάποιο άλλο νόημα και όλη αυτή η διαδικασία εκτυλίσσεται επ’ άπειρον και άχρονα. Η γλωσσική μορφή είναι εκείνη που επιτρέπει την εξαγωγή πληθώρας νοημάτων (Derrida, 2004).

Προς την ίδια κατεύθυνση, ο Harold Bloom υποστηρίζει ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ελεύθερο να έχει το δικό του νόημα ανεξαρτήτως από το νόημα που του δίνουν οι αναγνώστες. Ο Bloom διατυπώνει την παρούσα άποψη λαμβάνοντας υπόψη του έναν πολύ σημαντικό παράγοντα, μια σημαντική ιδιότητα ενός λογοτεχνικού κειμένου (πεζού ή ποιήματος), τους «τρόπους» Ως τρόποι νοούνται η μεταφορά, η ονοματοποιϊα, η συνεκδοχή, η μετωνυμία, η εικονοποιΐα, η παρομοίωση, τα μέσα δηλαδή της μεταφορικής λειτουργίας της γλώσσας που κατά κόρον συναντώνται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Οι ρητορικοί τρόποι έχουν την ικανότητα να οδηγούν στην παρερμηνεία του νοήματος και εντέλει οδηγούν στην εξαγωγή πολλαπλών και αντικρουόμενων μεταξύ τους ερμηνειών (Bloom, 2004). Η Κρίστεβα (Κρίστεβα, 2024) διατείνεται ότι η σημειωτική ή σημανάλυση-όπως προτιμά να την αποκαλείδεν λαμβάνει υπόψη της την ιδιαιτερότητα της ποιητικής γλώσσας. Η ποιητική γλώσσα έχει την τάση να ξεφεύγει από όλες τις συμβάσεις της γραμματικής, κυρίως λόγω των επαναλήψεων στα φωνήματα, των πολλαπλών σημασιών που φέρει ένα λέξημα, των συντακτικών ανωμαλιών, των εγκιβωτισμών και των αντικαταστάσεων μέσα στην ίδια λέξη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η λογοτεχνία αίρει κάθε σύμβαση για εξαγωγή ενός και συγκεκριμένου νοήματος βασιζόμενο στην εξωτερική πραγματικότητα.

Η λογοτεχνία αυτή καθαυτή καταργεί οποιαδήποτε σύμβαση λόγω της ετερογενούς φύσης της. Η δυνατότητα της λογοτεχνίας να εξάγει τη δική της ερμηνεία, η οποία πολλές φορές μπορεί να είναι και αντικρουόμενη αποτελεί τη βάση της αποδόμησης. Η αποδόμηση θεμελιώνεται πάνω στον «γλωσσολογικό μηδενισμό» και ασχολείται συστηματικά με το σταδιακό ξεδίπλωμα της ελευθερίας του λογοτεχνικού κειμένου να έχει ένα και μοναδικό νόημα.

Ο Paul de Man στις «Αλληγορίες της Ανάγνωσης» διατυπώνει στο τέλος του προγραμματικού του κεφαλαίου την εξής θέση: «η λογοτεχνία όπως ακριβώς και η κριτική είναι καταδικασμένες να αποτελούν την πιο ζωηρή αλλά ταυτόχρονη και την πιο αναξιόπιστη μορφή της γλώσσας, καθόσον κάποιος έχει τη δυνατότητα να κατονομάσει τον εαυτό του και ταυτόχρονα να τον μεταμορφώσει»3 (Man, 1979).

Ασκώντας κριτική στον φορμαλισμό και ιδιαίτερα στη σημειωτική (δυο προγενέστερες θεωρίες λογοτεχνικής κριτικής) για τον λογοκεντρισμό τους και την έμφαση που δίνουν στις γραμματικές δομές του λογοτεχνικού κειμένου, προκρίνει την κυριαρχία της ρητορικής αρχικά στο λογοτεχνικό κείμενο και στη συνέχεια και σε άλλα γραμματειακά είδη. Διαπιστώνει ότι σε ένα λογοτεχνικό κείμενο κυριαρχεί η ρητορική-ιδιαίτερα η μεταφορά και η μετωνυμίαπου έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται το νόημα του κειμένου. Η κυριαρχία της μεταφοράς και της μετωνυμίας οδηγούν στην εξαγωγή πολλαπλών και αντικρουόμενων νοημάτων. Μάλιστα, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι εφόσον η ρητορική καταφέρνει να κάνει το κείμενο να ξεφύγει από τα περιθώρια της γραμματικής, η ρητορική είναι η ίδια η γλώσσα και όχι μια μορφή γλώσσας (Man, 1979, σσ. 912).

Ο συγκεκριμένος συλλογισμός έχει ως αποτέλεσμα την ταύτιση της μεταφοράς με τη λογοτεχνία και στη συνεχεία με την ίδια τη γλώσσα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον, άλλωστε, θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι ανώτερη ακόμη και από τη φιλοσοφία, από την οποία δεν διαφέρει πρακτικά. Η σύγκριση μεταξύ των δυο γραμματειακών ειδών υφίστατο, ήδη, από τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο Πλάτωνας ήταν από τους φιλοσόφους, που έμπρακτα αμφισβητούσε τη ρητορική ως γραμματειακό είδος και αρνιόταν να την συμπεριλάβει στις επιστήμες. Στον φιλοσοφικό διάλογο «Γοργίας», μάλιστα, ο Πλάτωνας διά στόματος του Σωκράτη την αποκαλεί ως μια πρακτική και όχι ως επιστήμη, από τη στιγμή που ο ρήτορας ενδιαφέρεται να πείσει το ακροατήριο, ενδιαφέρεται να εκφέρει την άποψή του χωρίς να διαθέτει ουσιαστική γνώση για όσα πραγματεύεται (Πλάτων, Γοργίας 454e).

Στις «Αλληγορίες της Ανάγνωσης», ο Paul de Man όχι μόνο προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα δυο διαφορετικά αντικείμενα, αλλά μάλιστα τονίζει την υπεροχή της λογοτεχνίας έναντι της φιλοσοφίας. Παίρνοντας αφορμή από τα φιλοσοφικά κείμενα του Φρίντριχ Νίτσε, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα φιλοσοφικά κείμενα είναι στην ουσία προϊόντα λογοτεχνικού λόγου, οπότε η διάκριση μεταξύ των δυο ως προς το περιεχόμενο είναι ουσιαστικά ανυπόστατη. Διαβάζοντας το κείμενο «Περί Αληθείας και Ψεύδους» υποστηρίζει ότι η έννοια της αλήθειας δεν υφίσταται, αλλά αποτελεί μια μεταφορά του ψεύδους, την οποία κατασκευάζει η ίδια η γλώσσα. Εφόσον η αλήθεια αποτελεί μια γλωσσική μεταφορά, είναι αδύνατο να υπάρχει κάποια αντικειμενική γνώση και αλήθεια ή και να υπάρχει δεν μας ενδιαφέρει από τη στιγμή που εμείς την αντιλαμβανόμαστε μερικώς και μέσα από τις αισθήσεις μας. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν υπάρχει αλήθεια το περιεχόμενο των φιλοσοφικών κειμένων δεν είναι αληθές και συνεπώς δεν διαφέρει από τον λογοτεχνικό λόγο (Αποστόλου, 2022).

Η αποδόμηση τόνισε τις πτυχές του λογοτεχνικού λόγου, οι οποίες αναδεικνύουν περεταίρω τον συμβολικό του χαρακτήρα και εξάπτουν το ενδιαφέρον της ερευνητικής κοινότητας. Ο συμβολικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας, αναμφίβολα, αναφέρεται συχνά στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών για τη λογοτεχνία τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

 

3 Ελεύθερη μετάφραση από το πρωτότυπο «literature as well as criticism is condemned to be forever the most rigorous and, consequently, the most unreliable language in terms of which man names and reforms himself»

Μετάβαση στο περιεχόμενο