Η συμβολή της λογοτεχνίας στην ευαισθητοποίηση των μαθητών και των μαθητριών για ζητήματα κινητικής αναπηρίας – ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΜΑΡΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ – Δ.Π.Μ.Σ. Επιστήμες της Αγωγής μέσω Καινοτόμων Τεχνολογιών και Βιοϊατρικών Προσεγγίσεων – Μέρος 14ο
2.5. Η συμβολή της λογοτεχνίας στη δημιουργία θετικής στάσης των μαθητών και των μαθητριών για την αναπηρία
Το ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ για τη λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ειδικότερα στο γυμνάσιο προσφέρει την ελευθερία στον εκπαιδευτικό να εμφυσήσει στους μαθητές και στις μαθήτριες της γενικής τάξης την ενσυναίσθηση απέναντι στα ζητήματα που αφορούν την αναπηρία, βοηθώντας τους να αποκτήσουν θετική στάση απέναντι σε καθετί που μοιάζει διαφορετικό. Ο μεταφορικός λόγος ενός αφηγηματικού κειμένου οδηγεί στην καλύτερη δυνατή κατανόηση των χαρακτηριστικών των παιδιών με αναπηρία, καθώς μέσα από τη ζωντάνια του λόγου της ο μαθητής/η μαθήτρια διδάσκεται για τα θέματα που αντιμετωπίζουν εκείνα τα παιδιά και συγχρόνως κατανοεί καλύτερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.
Οι Morrison και Rude (William F. Morrison, 2002) διιυσχυρίζονται ότι η λογοτεχνία αναπαριστά με εύληπτο τρόπο τον χαρακτήρα ενός παιδιού που πάσχει από κάποια αναπηρία και αυτό συμβάλει στο να σχηματίσουν οι έφηβοι καλύτερη γνώμη για την αναπηρία και να αποκτήσουν την απαραίτητη γνώση. Αυτό που αναπαρίσταται στο λογοτεχνικό βιβλίο βασίζεται σε πολλά σημεία στην πραγματικότητα, αλλά παρουσιάζεται στους αναγνώστες με τέτοιον τρόπο, ώστε μέσα από τον φανταστικόμυθοπλαστικό λόγο να καταστεί δυνατό να μπουν στη θέση του ήρωα, να καταλάβουν την κατάστασή του και εντέλει να ταυτιστούν μαζί του. Η λογοτεχνία κινητοποιεί την απόκτηση γνώσεων επί του θέματος της αναπηρίας, διότι οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι εικόνες αποτελούν τα εκφραστικά μέσα τα οποία διεγείρουν τους εφήβους και τους βοηθούν να σχηματίσουν τη γνώση τους με τον πιο θετικό τρόπο για τον εξωτερικό κόσμο που τους περιβάλλει.
Οι Appl και Pratt (Dolores J Appl, 2007) προσθέτουν ότι τα λογοτεχνικά βιβλία συνεπικουρούν το έργο των διδασκόντων να διδάξουν τους εκπαιδευόμενους την αποδοχή της διαφορετικότητας, καθόσον το περιεχόμενο της μυθοπλασίας έχει τη δυνατότητα να συνδυαστεί με την εξωτερική πραγματικότητα. Ως παράδειγμα προτείνεται ένας μυθοπλαστικός ήρωας ο οποίος κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Τα παιδιά παίρνοντας αφορμή από τον ήρωα και τα χαρακτηριστικά του αναλογίζονται τις δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζει προκειμένου να μεταβεί στο σχολείο, από τη στιγμή που στις σχολικές υποδομές απουσιάζουν τα μέσα τα οποία θα διευκόλυναν την ισότιμη πρόσβασή τουφερειπείν ράμπα ή και ανελκυστήρας. Έτσι, δίνεται το έναυσμα για να ξεκινήσουν εποικοδομητικές συζητήσεις στην αίθουσα αναφορικά με τη θέση των αναπήρων στο σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα.
Η λογοτεχνία αποτελεί το πρώτο ερέθισμα για την απόκτηση γνώσεων και την ευαισθητοποίηση των μαθητών. Βέβαια, κρίνεται απαραίτητο οι εκπαιδευτικοί να προχωρήσουν σε προσεκτική διαλογή των βιβλίων, τα οποία θα διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στην ευαισθητοποίηση των μαθητών/τριών αναφορικά με τα ζητήματα της διαφορετικότητας. Σε ό,τι αφορά δε την αναπηρία, προτείνεται από τους Appl και Pratt, οι διδάσκοντες να επιλέξουν τα βιβλία ανά κατηγορία αναπηρίας ή με βάση τον πρωταγωνιστή ή ακόμη και με βάση τις προτιμήσεις των παιδιών ή των εφήβων στη λογοτεχνία.
Σύμφωνα με τους Marlowe και Maycock (Mike Marlowe, 2001) ένα λογοτεχνικό κείμενο συνδράμει στην εξάλειψη των στερεοτύπων που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, ενώ ταυτόχρονα επενεργεί θετικά στην απόκτηση μιας θετικής στάσης απέναντι στην αναπηρία. Διατυπώνουν τη συγκεκριμένη θέση συγκρίνοντάς έναν αφηγηματικό μυθοπλαστικό λόγο έναν λόγο πιο επιστημονικό και ιατρικό.
Ο επιστημονικός και ιατρικός λόγος περιγράφει την αναπηρία χρησιμοποιώντας μια γλώσσα περιγραφική και κυριολεκτική, η οποία δυσχεραίνει την απόκτηση μιας θετικής στάσης απέναντι στην αναπηρία. Αντίθετα, η λογοτεχνία με μια πιο συμβολική γλώσσα καταφέρνει να αποτυπώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ανάπηρου εφήβου. Μέσα από ένα κείμενο μυθοπλαστικό, οι διδασκόμενοι έχουν την ευκαιρία να αντιληφθούν τα προβλήματα, τους αποκλεισμούς αλλά και τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των ανάπηρων παιδιών μέσα από τη δική τους οπτική. Αυτός είναι, λοιπόν, ο λόγος για τον οποίον η μυθοπλαστική αφήγηση καταφέρνει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των ανάπηρων και μη ανάπηρων παιδιών αίροντας όλα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις.
Το αφηγηματικό μυθοπλαστικό κείμενο παρέχει τη δυνατότητα στους εφήβους να εξερευνήσουν τον «κόσμο» του ανάπηρου ήρωα χωρίς τους περιορισμούς της εξωτερικής πραγματικότητας. Τους εξωθεί να σχηματίσουν τη δική τους προσωπική άποψη, τη δική τους προσωπική γνώμη χωρίς να έχει κάποιο είδος εμποδίου ή περιορισμού. Ο φανταστικός-μυθοπλαστικός κόσμος ενός αφηγηματικού κειμένου είναι εκείνος που συντελεί στην απόκτηση θετικής στάσης απέναντι στην αναπηρία (William F. Morrison, 2002, σ. 117). Συν τοις άλλοις, ο συμβολικός λόγος λειτουργεί επικουρικά στη συγκεκριμενοποίηση της αφηρημένης γνώσης που διαθέτουμε ως προς εκείνη. Αυτό συμβαίνει διότι ο αναγνώστης μέσα από τη διήγηση του βιώματος του λογοτεχνικού ήρωα, μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του προσωπικά του βιώματα ή και τις πρότερες γνώσεις του αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Μέσα από έναν ζωντανό και παραστατικό αφηγηματικό λόγου διεξάγει έναν διάλογο με τον κεντρικό ήρωα και συνακόλουθα τον κατανοεί και «έρχεται πιο κοντά του». Οι συγγραφείς θεωρούν ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο σύμφυτο με την αναπηρία ακολουθούμενο από μια εποικοδομητική συζήτηση στην τάξη συνιστά το θεμέλιο για την υιοθέτηση θετικής στάσης απέναντι σε αυτήν. Οι Morrison και Rude (William F. Morrison, 2002) πιστεύουν ότι μέσα από ένα αφηγηματικό περιεχόμενο επιτυγχάνεται το εξής: οι έφηβοι να καταφέρνουν να αναρωτηθούν πως θα ήταν αν ήμουν εγώ στη θέση του ήρωα; Πώς θα αντιμετώπιζα την αναπηρία μου; Τι προβλήματα θα αντιμετώπιζα; Πώς μοιάζει ο κόσμος στα παιδιά με αναπηρία;
Η ανασκόπηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας συγκλίνει στο συμπέρασμα πως ο συμβολικός λόγος της λογοτεχνίας συνδράμει στην υιοθέτηση θετικής στάσης και θετικών συναισθημάτων των παιδιών και των εφήβων απέναντι στην αναπηρία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο εκπαιδευτικός να διευκολυνθεί στο να μεταδώσει στην τάξη την αξία του σεβασμού και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Οι ελάχιστες εμπειρικές μελέτες που διενεργήθηκαν στις Η.Π.Α. και στην Ελλάδα αναδεικνύουν τη σημαντικότητα του λογοτεχνικού λόγου στην απόκτηση θετικής στάσης απέναντι στην αναπηρία.
Η Donna Sayers Adomat (Adomat, 2014) λαμβάνοντας υπόψη της την υπάρχουσα θεωρητική βιβλιογραφία, η οποία συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η λογοτεχνία αξιοποιείται διδακτικά ως εργαλείο για τη δημιουργία θετικής στάσης των μαθητών απέναντι στην αναπηρία, διεξάγει έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η παραπάνω άποψη ή όχι. Γι’ αυτόν τον λόγο για ένα διάστημα περίπου έξι μηνών πραγματοποίησε την ποιοτική έρευνα της σε ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο στο δυτικό μέρος μιας μικρής πόλης των Η.Π.Α., του οποίου ο μαθητικός πληθυσμός ανέρχεται στους 475 μαθητές. Το επίκεντρο της έρευνας της ήταν δυο πολυπληθείς τάξεις των 25 και των 27 μαθητών αντίστοιχα.
Η παρατήρηση και η έρευνα της λάμβανε χώρα δυο με τρεις φορές την εβδομάδα στη διάρκεια των γλωσσικών μαθημάτων. Το ερευνητικό της ενδιαφέρον εστίασε στις συγκεκριμένες τάξεις, καθότι ο μαθητικός πληθυσμός αποτελούταν από μαθητές και μαθήτριες ετερογενείς με διαφορετικό γλωσσικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Συνεργάτιδες στην υλοποίηση της έρευνας ήταν δυο υπεύθυνες δασκάλες των παιδιών, γνώστριες των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του υπό έρευνα μαθητικού πληθυσμού.
Τα εργαλεία που αξιοποιήθηκαν για την έρευνά της ήταν η ανάγνωση δεκαοχτώ (18) λογοτεχνικών βιβλίων ενώπιον όλης της τάξης. Τα επιλεγμένα λογοτεχνικά βιβλία είχαν ως κεντρικό πρωταγωνιστή ένα παιδί, το οποίο έπασχε από κάποια αναπηρία-αναπτυξιακή, λεκτική, κινητικήκαι είχαν βραβευτεί για το περιεχόμενό τους από την Schneider Family Award ή από την Dolly Gray Award. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης οι δυο δασκάλες βοηθοί αναλάμβαναν να κάνουν ερωτήσεις στα παιδιά και να τα ενθαρρύνουν να συμμετέχουν στη συζήτηση. Η όλη διαδικασία της ανάγνωσης των βιβλίων και της διεξαγωγής των συζητήσεων είχε διάρκεια 35-40 λεπτά. Η ερευνήτρια μαγνητοφωνούσε τις συζητήσεις, έπαιρνε συνεντεύξεις από τα παιδιά, ενίοτε από τους γονείς και από τις υπεύθυνες δασκάλες, προκειμένου να προχωρήσει στην ασφαλή καταγραφή των αποτελεσμάτων.
Τα παιδιά στην αρχή της βιβλιοανάγνωσης και της συζήτησης ήταν σε θέση να αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της αναπηρίας, ενώ στη συνέχεια κατάφερναν να συσχετίζουν συμπεριφορές των συμμαθητών τους ή ανθρώπων του περιβάλλοντός τους με τα χαρακτηριστικά κάποιας αναπηρίας (αυτισμός, τύφλωση, κινητική αναπηρία) και άρχιζαν να μπαίνουν σταδιακά στη θέση των ανάπηρων ηρώων. Μετά το πέρας, ωστόσο, της έρευνας τα παιδιά συναισθάνθηκαν τους συμμαθητές/τριες του με αναπηρία. Συνειδητοποίησαν τους λόγους για τους οποίους ορισμένα παιδιά είχαν ανάγκη από μια δασκάλα βοηθό ή να απευθύνονται σε ειδικούς θεραπευτές. Μάλιστα, τα παιδιά μεγαλύτερων τάξεων ζήτησαν να συνοδεύουν τους συμμαθητές τους στις ειδικές θεραπείες τους. Συγχρόνως, κατέκριναν την τακτική της ετικετοποίησης και του διαχωρισμού των συνομηλίκων τους λόγω κάποιας ενδεχόμενης πάθησής τους. Τέλος, τα παιδιά ήταν πιο αποφασισμένα να προασπίσουν τα δικαιώματα των συνομηλίκων τους για ισότιμη πρόσβαση στο σχολείο και μετέπειτα στην κοινωνία ως αυριανοί ενήλικες.
Μια ανάλογη έρευνα πραγματοποιήθηκε και στην Ελλάδα από τις Μαρίνα Λουάρη και Μαρίτα Παπαρούση καθηγήτριες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Μαρίνα Λουάρη, 2018) σε ένα δημοτικό σχολείο της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Το δείγμα του υπό έρευνα πληθυσμού περιλάμβανε 364 μαθητές των Δ-ΣΤ τάξεων της ίδιας περιφερειακής ενότητας. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε τρεις διαφορετικές ομάδες: γενικός πληθυσμός, πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου. Σε αυτές τις ομάδες διανεμήθηκαν ερωτηματολόγια, τα οποία περιείχαν ερωτήσεις συναισθηματικού, συμπεριφορικού και τον γνωστικού τομέα.
Ως ερευνητικά βιβλία για τη συγκεκριμένη έρευνα χρησιμοποιήθηκαν το Δυο παπούτσια με καρότσι του Ν. Ανδρικόπουλου με θέμα την κινητική αναπηρία και άλλα σχετικά βιβλία με τον αυτισμό και το σύνδρομο Down. Ταυτόχρονα, με τις αναγνώσεις των παρόντων λογοτεχνικών βιβλίων, σχεδιάστηκαν και δραστηριότητες γραπτής και εικαστικής δημιουργίας, με στόχο να ενισχυθεί περεταίρω η συναισθηματική νοημοσύνη του μαθητικού πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων, την ανάγνωση των βιβλίων και τη συζήτηση επί του θέματος ακολουθούσαν δραστηριότητες όπως η καλλιτεχνική απεικόνιση ενός σημείου του κειμένου που τους κέντρισε την προσοχή ή η δημιουργία καλλιτεχνικής αφίσας ή παιχνίδια ρόλων.
Τα αποτέλεσμα που συγκέντρωσαν οι ερευνήτριες μετά το πέρας των παρεμβάσεων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πειραματική ομάδα, η οποία αποτέλεσε το πεδίο εφαρμογής συνεχόμενων παρεμβάσεων (βιβλιοανάγνωσης αλλά και των επακόλουθων δραστηριότητων), απέκτησε θετική στάση απέναντι στην αναπηρία. Επειδή μέσω των δραστηριοτήτων τους δόθηκε απαραίτητος χρόνος επεξεργασίας της πληροφορίας, οι γνώσεις τους βελτιώθηκαν και ενισχύθηκαν. Στην ομάδα ελέγχου, στην οποία οι δραστηριότητες ήταν λιγότερες απ’ ότι στην προηγούμενη ομάδα, τα συναισθήματά τους απέναντι στην αναπηρία ήταν ποικίλαυπήρχε διακύμανση μεταξύ των θετικών και των αρνητικών στάσεων απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Παρά τα απειροελάχιστα αρνητικά σημεία, τα αποτέλεσμα κατέδειξαν πόσο συμβάλλει η λογοτεχνία στην καλλιέργεια της θετικής στάσης των μαθητών και των μαθητριών απέναντι στο διαφορετικό. Παράλληλα, η οργάνωση δραστηριοτήτων με άξονα αναφοράς το κείμενο έχουν τη δυνατότητα να παράσχουν μια ολιστική προσέγγιση του κάθε θέματος στα παιδιά και στους εφήβους.