Η επίδραση του χορού στην υποκειμενική ευημερία των αναπήρων: μια συστηματική ανάλυση των ποιοτικών ερευνών – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Νατάσας Τζήκα – ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Π.Μ.Σ. «ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ» – Μέρος 12ο
3.2. Χορός και αναπηρία
Ο χορός ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας έχει αναγνωριστεί ως ιδιαίτερα ωφέλιμος για τους ανάπηρους. Βελτιώνει τη φυσική κατάσταση, υποστηρίζει την κοινωνική ένταξη και ενισχύει την ψυχολογική ευεξία. Οι συμμετέχοντες έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τον εαυτό τους, να ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή τους και να δημιουργήσουν συνδέσεις με άλλους (Ladwig et al., 2023; May et al., 2019). Ο χορευτικός αθλητισμός συμβάλλει σημαντικά στην ένταξη, προσφέροντας δυνατότητες για ατομική εξέλιξη και κοινωνική συμμετοχή (Raiola, 2015).
Οι κοινωνικές αντιλήψεις για την αναπηρία στο χορό επηρεάζονται από βαθιά ριζωμένες στάσεις απέναντι στη διαφορετικότητα. Ο Wilton (2000) υπογραμμίζει την πολύπλοκη φύση των αντιδράσεων του κοινού για την βλάβη, δίνοντας έμφαση στις δυναμικές και βασισμένες στις κοινωνικές απόψεις αυτών των στάσεων. Η έρευνά του δείχνει ότι οι αντιδράσεις δεν είναι στατικές, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, υποδηλώνοντας ότι η κατανόηση της βλάβης είναι μια δυναμική και εξελισσόμενη διαδικασία. Οι Zitomer & Reid (2011) υπογραμμίζουν ότι τα ολοκληρωμένα προγράμματα χορού μπορούν να επηρεάσουν θετικά τις αντιλήψεις των παιδιών όσον αφορά το ποιος είναι ικανός να χορέψει, καθώς επίσης να σταθούν θετικά απέναντι στην αναπηρία. Μέσα από τη συμμετοχή σε αυτά τα προγράμματα, τα παιδιά αναπτύσσουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, αποδοχή και κατανόηση της διαφορετικότητας, καθώς αλληλεπιδρούν με συνομηλίκους με και χωρίς βλάβη σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τη συνεργασία και τη δημιουργική έκφραση.
Ο Cheesman (2014) διερευνά την παράδοξη φύση των τυφλών χορευτών που είναι ταυτόχρονα περιθωριοποιημένοι και υπερ-ορατοί (hyper – visible), εξετάζοντας τις αντιλήψεις του κοινού μέσα από διάφορα παραδείγματα χορού. Η έρευνα του εξετάζει πώς το κοινό αντιλαμβάνεται τις παραστάσεις των τυφλών χορευτών, εστιάζοντας στις συναισθηματικές και γνωστικές αντιδράσεις που προκαλούν. Επιπλέον, διερευνά πώς η σκηνοθεσία, ο φωτισμός και η χορογραφία μπορούν είτε να ενισχύσουν είτε να αμφισβητήσουν τις υπάρχουσες αντιλήψεις για την ικανότητα και την αναπηρία στον χώρο του χορού. Ο Hermans (2016) συζητά τη μετατόπιση του χορού από την εστίαση στην αισθητική δεξιοτεχνία στην υιοθέτηση μιας αισθητικής της διαφοράς, αμφισβητώντας τη δυαδική σκέψη για την αναπηρία. Η έρευνά του αμφισβητεί τη δυαδική σκέψη που διαχωρίζει τους χορευτές σε «ικανές» και «ανάπηρες» κατηγορίες, προτείνοντας μια πιο περιεκτική προσέγγιση όπου η διαφορετικότητα των σωμάτων θεωρείται δημιουργική δύναμη και όχι περιορισμός. Μέσα από ανάλυση παραστάσεων και πρακτικών στη χορευτική σκηνή, ο Hermans (2016) δείχνει πώς η αναπηρία μπορεί να αποτελέσει πηγή καινοτομίας, επαναπροσδιορίζοντας τα όρια του χορού και διευρύνοντας την αντίληψη του κοινού για την κίνηση και την έκφραση. Αυτή η εννοιολογική αλλαγή δίνει έμφαση στην υποκειμενική, βιωμένη εμπειρία του σώματος και όχι στη φυσική του εμφάνιση.
Συνολικά, οι μελέτες αυτές υποδηλώνουν ότι η έκθεση και η συμμετοχή στον χορό μπορεί να συμβάλει στην αναδιαμόρφωση της κοινωνικής στάσης απέναντι στην συμμετοχή των αναπήρων στον χορό, αν και οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις παραμένουν μια σημαντική πρόκληση. Η αρχική «σύγκρουση» ή «σοκ» που προκαλείται όταν οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με την εικόνα της βλάβης στον χορό σχετίζεται με βαθιά ριζωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και στάσεις απέναντι στο «διαφορετικό». Αυτές οι στάσεις επηρεάζουν όχι μόνο το κοινωνικό περιβάλλον αλλά και τις οικογένειες, που συχνά διστάζουν να αποδεχτούν και να στηρίξουν ενεργά τους ανάπηρους. Τα μέλη των οικογενειών των αναπήρων συχνά διατηρούν ασυνείδητες αρνητικές στάσεις παρά το γεγονός ότι συνειδητά πιστεύουν το αντίθετο (Friedman, 2019). Οι στάσεις αυτές επηρεάζονται από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα της κοινοτικής υποστήριξης (Borsay, 1990). Η αντίληψη για την αναπηρία και τις οικογένειες των αναπήρων εξελίσσεται, επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η υποστήριξη μέσα στα κοινωνικά οικοσυστήματα, συμπεριλαμβανομένων των γειτονιών (Górnicka, 2021). Ενώ οι γείτονες μπορεί να είναι πολύτιμη πηγή υποστήριξης, μπορεί επίσης να συμβάλλουν στον κοινωνικό αποκλεισμό (Górnicka, 2021). Οι οικογένειες αναπήρων μπορεί να βιώνουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές στάσεις και συμπεριφορές από τους γείτονες, αναδεικνύοντας την πολύπλοκη φύση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων σε αυτό το πλαίσιο (Górnicka, 2021). Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν την ανάγκη για συνεχείς προσπάθειες όσον αφορά την αντιμετώπιση των αρνητικών στάσεων σχετικά με την αναπηρία και τη βελτίωση της υποστήριξης των άμεσα εμπλεκόμενων οικογενειών.
Η Kaufmann (2006) ορίζει τη χορευτική ικανότητα ως ένα σύνολο πέντε βασικών παραμέτρων: την επίγνωση του σώματος, την επίγνωση του χώρου, την ικανότητα κατανόησης και ακολούθησης προφορικών οδηγιών και μουσικών ερεθισμάτων, την ικανότητα μιμητικής κίνησης, καθώς και την ικανότητα της οπτικοποίησης και της απομνημόνευσης. Σύμφωνα με την Παρθένη (2020) και τους Ζήση & Σαββάκη (2019), από αυτόν τον ορισμό προκύπτει ότι η χορευτική διαδικασία όχι μόνο δεν αποκλείει τους ανάπηρους, αλλά αντιθέτως μπορεί να τους συμπεριλάβει πλήρως.
Οι ανάπηροι χορευτές συχνά έρχονται αντιμέτωποι με κοινωνικά στερεότυπα που αμφισβητούν τη δυνατότητα συμμετοχής τους σε χορευτικές δραστηριότητες, θεωρώντας ότι ένα σώμα με βλάβη δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις. Επιπλέον, συχνά καλούνται να αποδείξουν ότι αποτελούν ενεργά και ουσιαστικά μέλη της κοινωνίας, αντί να θεωρούνται βάρος για αυτήν (Ζήση & Σαββάκης, 2019). Η στάση αυτή της κοινωνίας απέναντι στην αναπηρία είναι ευρύτερη και αναπόφευκτα επηρεάζει και τον χώρο του χορού.
Οι ανάπηροι χορευτές, παρόλο που συχνά έρχονται αντιμέτωποι με προκαταλήψεις και στερεότυπα, συνεχίζουν να διεκδικούν τη θέση τους στη σκηνή, δείχνοντας ότι η έκφραση, η δημιουργικότητα και η κίνηση υπερβαίνουν τα όρια του σώματος. Μέσα από τη συμμετοχή τους σε χορευτικές ομάδες, αποδομούν κοινωνικές αντιλήψεις και προάγουν τη διαφορετικότητα, αποδεικνύοντας πως κάθε σώμα έχει τη δική του μοναδική χορευτική γλώσσα (Ζήση & Σαββάκης, 2019). Αναμφίβολα ο χορός δεν είναι μόνο τέχνη· είναι ένα εργαλείο για την προώθηση της συνολικής ευζωίας. Για τους ανάπηρους, λειτουργεί ως γέφυρα που ενώνει τον σωματικό περιορισμό με την απεριόριστη δυνατότητα της έκφρασης και της σύνδεσης (Ζήση & Σαββάκης, 2019).
