Από το περιοδικό «Η ΖΩΗ ΜΑΣ» της Ρωσικής Ένωσης Τυφλών, τεύχος 3, Μάρτιος 1993
Μετάφραση: Ηλίας Αργυρόπουλος, 16 Μαϊου 1993.
Στην πόλη Χάρκoβo, οδός Σούμσκαϊα. Ινστιτούτο Πειραματικής Ιατρικής της Ουκρανίας,
εκπαιδευτήριο-κλινική του καθηγητή Σοκολιάνσκι. Ήσυχη αμέριμνη ζωή. Η σχολική μέρα είναι
προγραμματισμένη μέχρι δευτερόλεπτο, από εδώ μέχρι εκεί. Κάθε άνθρωπος ξυπνώντας,
χιλιοστό με χιλιοστό κατακτά, εύκολα με την πρώτη ματιά, τη σοφία της ζωής. Πώς να
πλένονται, πως να ντύνονται, που να πατήσουν. Τα παιδιά που βρίσκονται εδώ δεν κάνουν
ακόμα ερωτήσεις. Απλώς ζούν, εξοικειώνονται με το περιβάλλον, παλεύουν για τον όχι τόσο
απλό τίτλο «άνθρωπος».
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς, σκεπτικός, δάγκωνε τον ξύλινο κονδυλοφόρο. Το κρύο βραδινό του
Νοεμβρίου παραφύλαγε σε όλες τις γωνίες του μεγάλου γραφείου, προχωρούσε αργά-αργά
προς το κέντρο βυθίζοντας στο σκοτάδι το τραπέζι, τις καρέκλες, τον καναπέ. Η σιωπή
τρύπωσε από τους άδειους διαδρόμους, στεκόταν πίσω από την πλάτη, γαργαλούσε τα νεύρα.
Ο Σοκολιάνσκι αναστέναξε. Θεέ μου, είναι δυνατόν να ζήσει κανείς όλη τη ζωή του στο
σκοτάδι και τη σιωπή και να μη μετατραπεί σε άγαλμα; άπλωσε το χέρι και άναψε την
επιτραπέζια λάμπα. Το φως άστραψε στα γυαλιά του και έδιωξε το σκοτάδι μαζί με τις
δυσάρεστες σκέψεις. Τώρα τον απασχολούσε η καινούρια μαθήτρια. Ο Σοκολιάνσκι τράβηξε
προς το μέρος του το καφέ ντοσιέ. Στη μέση υπήρχε μιά μαύρη επιγραφή «προσωπική
περίπτωση». Αν πιστέψει κανείς σε αυτό το συνοδευτικό έγγραφο, το κοριτσάκι ήταν από τα
«δύσκολα». Μόνο η δραπέτευση από το σχολείο τι αξίζει! Είναι τελείως τυφλή και κωφή. Ο
Σοκολιάνσκι επίμονα κοιτούσε στο σκοτεινό παράθυρο, σάμπως από εκεί ανάμεσα στα
νυχτερινά νέφη, ήταν το κλειδί που ονομαζόταν «Όλια».
Η λεύκα ανασηκώθηκε στις μύτες, σαν περίεργος έφηβος, γρατζουνούσε με τα κλαδιά της
το τζάμι, προσπαθώντας να λύση το ίδιο αίνιγμα. Ο Σοκολιάνσκι σκούπισε τα θολά γυαλιά,
βούτηξε τον κονδυλοφόρο στη μελάνη, με προσοχή τίναξε τις σταγόνες και συνέχισε να
γράφει, συγκρίνοντας τα γραφόμενα με το περιεχόμενο του ντοσιέ. «Επώνυμο: Σκοροχόντοβα,
Όνομα: «Ολγα, πατρώνυμο Ιβάνοβνα, έτος γεννήσεως 1912».
Παρακάτω υπήρχαν σύντομες πληροφορίες για τους γονείς και το ιστορικό της ασθένειας:
«Ο πατέρας Σκοροχόντοβ Ιβάν σκοτώθηκε το 1919 (δεν αναφέρεται πού) η μητέρα
Σκοροχόντ Μαρία πέθανε από τύφο στη πόλη Χερσόν. Μέχρι να έλθει στην κλινική-
εκπαιδευτήριο, το κοριτσάκι εκπαιδευόταν στο σχολείο για τυφλά παιδιά της Οδησσού.
Τυφλώθηκε σε ηλικία 5 χρονών από μηνιγγίτιδα. Στα επόμενα χρόνια άρχισε σταδιακή μείωση
της ακοής. Λίγο πριν τον ερχομό της στο Χάρκοβ επήλθε τέλεια κώφωση. Η ομιλία είναι κακή.
Είναι πιθανή πλήρης διαταραχή της». Ο Σοκολιάνσκι αφαιρέθηκε από το κείμενο. Αν κρίνομε
από την προφορική αφήγηση του συνοδού, αν δεν κάνω λάθος, του υποδιευθυντή του σχολείου,
έβγαινε ότι η Όλια είναι πολύ ζωηρό παιδί. Η προφορική αφήγηση διέφερε από το επίσημο
έγγραφο.
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς σηκώθηκε από το τραπέζι και βημάτισε στο δωμάτιο για να
ξεμουδιάσει. Γυρίζοντας στο τραπέζι συμπλήρωσε την ημερομηνία: «19 Νοεμβρίου 1924» και
έβαλε τελεία.
Το ταξίδι της από την Οδησσό στο Χάρκοβο η Όλια το είδε αδιάφορα. Δεν της περνούσε
από το μυαλό ότι αν δεν ήταν εκείνη η προσπάθεια για δραπέτευση θα ζούσε μέχρι τα είκοσί
της στη σχολή τυφλών και μετά στην καλύτερη περίπτωση θα δούλευε ράβοντας κάλτσες. Το
τυφλοκωφό παιδί ήταν ανεπιθύμητο στο σχολείο τυφλών. Στο Συμβούλιο των δασκάλων
αποφάσισαν ότι μέχρι να περάσει η περίοδος προσαρμογής δεν πρέπει να διδαχθεί η Όλια
γράμματα. Ας ζει στο σχολείο και ας συνηθίζει στο νέο περιβάλλον. Η εκπαιδευτική διαδικασία
που προτάθηκε ήταν η παρακάτω: την έμαθαν να στρώνει το κρεβάτι, να τοποθετεί τα
πράγματα σε συγκεκριμένο σημείο και να μην αργεί στην τραπεζαρία. Η παρουσία της στην
τάξη την ώρα του μαθήματος δεν ήταν υποχρεωτική. Εδώ ήταν που η τύχη ή ο φύλακας
άγγελός της έστειλαν το «θαύμα», μιά μαθήτρια του ίδιου σχολείου, την Ανια. Έτσι έλεγαν το
κορίτσι που άρεσε στην Όλια, ένοιωσε και εκείνη συμπάθεια για την μικρή χωριατοπούλα, πιο
αδικημένη από την μοίρα, από ότι η Ανια. Η «Ολια την ακολουθούσε παντού. Στην τραπεζαρία,
στην τάξη, στον περίπατο, σαν μικρό αρνάκι, που ακολουθεί την μάνα του. Τις βραδινές ώρες
ανέβαινε στην καρέκλα δίπλα στην Ανια και παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον, επανα-
λαμβάνοντας όλες τις κινήσεις της. Περισσότερο από όλα της άρεσαν τα βιβλία που
μελετούσε η Ανια. Τα βιβλία ήταν μεγάλα και χοντρά, με ανάγλυφες κουκκίδες. Η Ανια τις
περνούσε γρήγορα με τα δάκτυλα της, διάβαζε. Η Όλια θέλησε να κρατήσει στα χέρια της ένα
τέτοιο βιβλίο. Βρήκε μιά καλή ευκαιρία, αφού σιγουρεύτηκε ότι είναι μόνη στο δωμάτιο, κάθισε
με ύφος στο τραπέζι, έβγαλε από τον σωρό το πιο χοντρό βιβλίο, άνοιξε στην τύχη, με
σιγουριά ακούμπησε το χέρι στην σελίδα, όπως ακριβώς το έκανε η Ανια. Κούνησε τα δάκτυλα
και… δεν κατάλαβε τίποτα, μόνο αισθάνθηκε κάτω από τα δάκτυλα πολλές κουκκίδες. Εκεί
πάνω την βρήκε η Ανια. Η Όλια δεν την κατάλαβε και μουρμούριζε, χωρίς να ακούει τα λόγια
της. Η κώφωση προχωρούσε και κάθε μέρα το κοριτσάκι μιλούσε πιο συγκεχυμένα. Αν όμως
την άκουγες με προσοχή μπορούσες να καταλάβεις λέξεις ακόμα και φράσεις. Η Ανια άκουγε
με προσοχή.
« Πώς τα ξεχωρίζει η Ανια, αφού είναι σαν μικρά ζουζουνάκια;
Η Ανια γέλασε δυνατά και αγκάλιασε την Όλια. Τα μαθήματα άρχισαν αμέσως. Η Ανια
χωρίς να αναφερθεί στην ιστορική εξέλιξη του Μπράϊγ, αποφάσισε πιο πρακτικά, περνούσε το
δακτυλάκι της Όλιας στην αρχή πάνω από τα εύκολα γράμματα, μετά της έδειξε τα πιο
σύνθετα, χωρίς να απαιτεί άμεση απομνημόνευση, φώναζε τις ονομασίες των γραμμάτων στο
αυτάκι της Όλιας. Τα μαθήματα προχωρούσαν με επιτυχία. Η Όλια θυμόταν εύκολα τα
γράμματα και τις κουκκίδες που τα αποτελούσαν. Μετά από ένα – ενάμισι μήνα μπορούσε μόνη
της να βρίσκει στο βιβλίο ορισμένες εύκολες λέξεις.
Αυτά τα σοβαρά γεγονότα της ζωής της δεν υπέπεσαν στην αντίληψη της επιμελήτριας.
Στην τάξη το κοριτσάκι εμφανιζόταν σπάνια, προτιμούσε να κάθεται μόνη της στους κοιτώνες
με το βιβλίο στα χέρια. Η δε Ανια δεν πολυμιλούσε για την μαθήτρια της, φοβόταν ότι θα της
απαγόρευαν αυτή την ενδιαφέρουσα ενασχόληση, να κάνει δηλαδή τη δασκάλα.
Μετά από κάμποσο καιρό η Ανια έδειξε στην Όλια ένα μικρό αντικείμενο με κοκκάλινη λαβή
και μεταλλική μύτη στο κάτω μέρος.
«Τι είναι αυτό; σαν τι το φαντάζεσαι;»
Η Όλια με προσοχή επεξεργαζόταν το κοκκάλινο πραγματάκι με την αυλακιά στο επάνω
μέρος. Μετά πίεσε λίγο την μεταλλική μύτη στο δάκτυλο και αφού σκέφτηκε είπε: «Σουβλί».
« Εσύ είσαι σουβλί, αυτό είναι κέντρο για να γράφουμε.
Κε-έντρο, επανέλαβε άλλη μία φορά η Ανια, συλλαβίζοντας τη λέξη, για να την αντιληφθεί
σωστά η μαθήτρια.
Η λέξη «κέντρο» δεν άρεσε στην Όλια. Κουνούσε πεισματικά το κεφάλι της και είχε
σφιγμένα τα χείλη.
Η Όλια ήταν πεισματάρα και να την μεταπείσεις σε κάτι ήταν δουλιά αρκετά επίπονη.
Επανέλαβε δυνατά «κέ-ντρο», μιμούμενη την Ανια. Η «δασκάλα» έμεινε ευχαριστημένη. Μετά η
Ανια τής έδειξε την πινακίδα για την γραφή Μπράϊγ και της έμαθε να γράφει τα γράμματα. Τα
μαθήματα γινόταν κάθε βράδυ.
Γεννημένη παιδαγωγός η Ανια επινόησε ένα παιχνίδι για την Όλια, που πολλές φορές στην
ζωή της την βοήθησε: Τα βράδια για να μη κρυώνουν τα παιδιά στους κοιτώνες τους, τα
μάζευαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, το μόνο στο οποίο άναβε σόμπα. Η Ανια τύλιγε την Όλια σε
ένα μάλλινο μαντήλι, (καλά που ήταν μικροκαμωμένη) και την κάθιζε στα γόνατά της.
Βρίσκοντας κάτω από το ζεστό μαντήλι το χέρι της φίλης, άρχιζαν το παιχνίδι, που το είχαν
ονομάσει «αναγνώρισε και ονόμασε΄΄.
Η Ανια σχημάτιζε στην μικρή παλάμη γράμματα-κουκκίδες του Μπρέϊλ, δίπλα τα γράμματα
της επίπεδης γραφής. Αυτό ήταν γαργαλιστικό και όχι άμεσα κατανοητό. Γιατί το σπιτάκι να
είναι το Δ αφού είναι πολύ απλούστερο να το συμβολίσει κανείς με τις τρεις κουκκίδες; Το
κουλούρι η Ανια επιμένει ότι είναι το Ο. Είναι παράξενοι αυτοί που βλέπουν, δεν αντιλαμβάνονται ότι με τις κουκκίδες είναι πιο εύκολο και κατανοητό;
« Το παιχνίδι είναι παιχνίδι και είσαι υποχρεωμένη, σου αρέσει ή όχι, να παίζεις και να
θυμάσαι, αλλιώς η Ανια δεν θα παίζει.
Γρήγορα οι δρόμοι τους χώρισαν, ποτέ πιά στη ζωή τους δεν συναντήθηκαν. Η Ανια έφυγε
για το σπίτι της, την Ολια την μετέφεραν στο εκπαιδευτήριο-κλινική του καθηγητή
Σοκολιάνσκι στην πόλη Χάρκοβο. Αρχισε μία νέα περίοδος στη ζωή της.
* * *
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς μελετούσε την συμπεριφορά της μικρής του μαθήτριας. Τα πρώτα
στοιχεία έδειχναν ότι μπορούσε να προσανατολίζεται γρήγορα στον χώρο, σύμφωνα με τις
ενδείξεις αντιλαμβανόταν επαρκώς τον χρόνο: μέρα, νύχτα. Η επιμελήτρια Αλεξάνδρα
Ιλιίνιτσνα, νέα συμπάθια της Όλιας, είπε ότι όταν η μικρή θέλει να φάει ή να κοιμηθεί την
τραβάει από το μανίκι και την σπρώχνει προς την τραπεζαρία ή τους κοιτώνες. Αυτό από μόνο
του είναι αρκετό για άτομο με τέτοια προβλήματα και δείχνει ότι η Όλια έχει κάποιες
εμπειρίες. Μερικοί επιστήμονες στηρίζοντας τις θεωρίες τους διατυπώνουν την άποψη: Οι
τυφλοκωφοί είναι κάτι ανάμεσα σε ζώο και φυτό, ό,τι άλλο εκτός από άνθρωποι. Το να
ξοδεύεις λεφτά και χρόνο για την εκπαίδευσή τους είναι υπόθεση εξαρχής χαμένη. Το έργο
ζωής του Σοκολιάνσκι είναι να αποδείξει σε όλο τον κόσμο ότι δεν είναι δυστυχισμένοι
ανάπηροι, αλλά άνθρωποι. Το ακούτε εσείς οι γενειοφόροι ειδικοί και φαλακροί ακαδημαϊκοί,
είναι άνθρωποι! Με συστηματική διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση θα ανέβουν στα ψηλότερα
σκαλοπάτια της διανόησης. Αυτό θα είναι και το τέλος όλων αυτών των θεωριών.
Τώρα σαν πρώτη προτεραιότητα μπαίνει η εκμάθηση του δακτυλικού αλφαβήτου, πρέπει να
διαπιστωθούν οι πνευματικές της δυνατότητες, τότε θα δούμε.
«Γειά σου Όλια» είπε ο Σοκολιάνσκι, σκύβοντας πάνω από το καθισμένο κορίτσι. Ο αέρας
άγγιξε το αυτί της, εκείνη ασυναίσθητα κούνησε το κεφάλι. Βέβαια, δεν ακούει τίποτα, μπορεί
να υποψιαστεί ότι ήρθα να την γνωρίσω.
«Ποιός είναι;» η Ολια άπλωσε το χέρι και άγγιξε τον συνομιλητή της. Στην φαντασία της
σχηματίστηκε ένας ψηλός άνθρωπος με μουστάκι και παλτό με μεγάλα κουμπιά. Όταν τον
ψηλάφησε διαπίστωσε ότι μουστάκι δεν υπήρχε, φορούσε όμως γυαλιά στρογγυλά, μεγάλα με
μεταλλικό σκελετό. Όπως της φάνηκε ο άνθρωπος ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες αναγνω-
ρίσεις. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, τα χείλη χαμογελούσαν. Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς κράτησε το
χέρι της μέσα στην παλάμη του, λύγισε τα λεπτά δακτυλάκια, αφήνοντας ελεύθερο μόνο τον
δείκτη και άγγιξε με αυτόν το στήθος του.
«Το όνομα μου είναι Ιβάν Αφανάσιεβιτς, το δικό σου;» Ο δείκτης άγγιζε τώρα την Ολια.
Συστήνεται, σκέφθηκε η Ολια, καλά, ας συστηθούμε. Η Όλια χαμογέλασε και προσπάθησε
όσο μπορούσε πιο καθαρά να προφέρει το όνομα της. Ήχοι που θύμιζαν στεναγμούς λυπη-
μένου ή άρρωστου ανθρώπου βγήκαν από τα χείλη της.
Στο τετράδιο ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς σημείωσε: «Σοβαρή διαταραχή της ομιλίας, συνέπεια της
κώφωσης. Με δυσκολία προφέρει τα φωνήεντα, είναι συνεργάσιμη».
Έπρεπε να γίνει αρκετή δουλειά. Η Όλια ήταν χαρούμενη, το πρόσωπό της κοκκίνισε, τα
μάτια γυάλιζαν. Η ηρεμία και η καλοσύνη του δασκάλου πάλι ξύπνησαν μέσα της την ελπίδα.
Μήπως σε αυτό το σχολείο (δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι ήταν σχολείο) δεν θα χρειαστεί
να χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο, προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν είναι καθυστε-
ρημένη, ότι μπορεί να γίνει σαν τους άλλους. Αποφάσισε να επισπεύσει τα γεγονότα και με
τον γνωστό της τρόπο να εξηγηθεί με τον «μεγάλο άνθρωπο». Περίμενε την στιγμή.
Προετοιμαζόταν σαν να επρόκειτο να βουτήξει σε παγωμένο νερό, από πριν την διαπερνούσε
το νευρικό ρίγος. Ο χρόνος σαν λάστιχο όλο και μεγάλωνε. Η Όλια ήταν έτοιμη να τρέξει να
τον βρει και αναμφίβολα θα το είχε κάνει ταλαιπωρημένη από την αναμονή και την ένταση,
αλλ» ο Αφανάσιεβιτς ήρθε. Μόλις αισθάνθηκε τη κίνηση του αέρα και την γνώριμη μυρωδιά , η
Όλια πετάχτηκε πάνω. Το αναμενόμενο άγγιγμα του καλοσυνάτου χεριού ενθάρρυνε το
κορίτσι.
«Γεια σου Όλια», είπε εκείνος δυνατά, σχεδόν συλλαβίζοντας. Με τους εκπαιδευόμενους ο
Σοκολιάνσκι πάντα μιλούσε δυνατά, ξέροντας καλά ότι αισθάνονται τις δονήσεις του αέρα. Με
αυτούς που είχαν έλθει νωρίτερα και είχαν εκπαιδευθεί, τους χαιρετούσε με φωνή και
δακτυλικό αλφάβητο.
Η Ολια αναστέναξε δυνατά και άπλωσε στον Σοκολιάνσκι την δεξιά παλάμη, το χέρι ήταν
σφιγμένο σαν ξύλινο έκανε μερικές κυκλικές κινήσεις με τα δάκτυλα το αριστερού χεριού, σαν
να γράφει ή να ζωγραφίζει, και στάθηκε περιμένοντας την αντίδραση του. Τι θα γίνει αν
αυτός όπως εκείνοι στην Οδησσό την θεωρήσει κουτή; Η Όλια περίμενε. Ξαφνικά αισθάνθηκε
ένα κενό στην κοιλιά της και χτυπούσαν δυνατά τα μηνίγγια της.
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς ξαφνιασμένος παρακολουθούσε τις κινήσειςτης, χάρηκε. Καλή μου,
σκέφθηκε με συγκρατημένο ενθουσιασμό, εσύ μόνη σου επιζητάς επικοινωνία, εξαίσια,
λαμπρά!
Τέτοιο περιστατικό για πρώτη φορά στην καριέρα του συναντούσε, μία μαθήτρια πρώτη να
επιδιώξει να βγει από την απομόνωση. Χάϊδεψε το απλωμένο χέρι και με επιμέλεια σχημα-
τίζοντας το κάθε γράμμα έγραψε στην παλάμη της «Όλια».
Η Όλια αναπήδησε από την ευτυχία. Κατάλαβαν, κατάλαβαν επιτέλους, κατάλαβαν!
Ο Σοκολιάνσκι, χωρίς να κρύβει την έκπληξη του παρακολουθούσε την μαθήτρια. Πόσα
συναισθήματα ζωγραφίστηκαν στο προσωπάκι της! Του φαινόταν ότι στα γαλάζια μάτια της
ανάβει, σβήνει και πάλι ανάβει ο ενθουσιασμός.
Είναι πραγματικό εύρημα : ξέρει τα γράμματα! Θα γεννήθηκες κάτω από τυχερό αστέρι,
μικρούλα μου, σκεπτόταν. «Τώρα είναι σίγουρο ότι θα σε βοηθήσω να βγεις από την τρομερή
αιχμαλωσία, εκεί που εκατοντάδες όμοιοί σου χάνονται από έλλειψη πληροφόρησης». Ο
Σοκολιάνσκι πήρε το χέρι της και έγραψε το όνομά του : Ιβάν.
Η Όλια σκεπτόταν. Ο Σοκολιάνσκι το ξανάγραψε, τα χείλη της είπαν σιγά και βραχνά : Ι-άν.
Η λέξη πνίγηκε στον λυγμό. Η Ολια γελούσε και έκλαιγε μαζί. Σαν να συνήλθε από μια βαριά
και μακρόχρονη αρρώστια. Αργότερα ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς αναρωτιόταν γιατί σε κανένα
έγγραφο δεν είχε αναφερθεί ότι η τυφλοκωφή Όλγα Σκοροχόντοβα ξέρει τα γράμματα. Αυτό
είναι ένα φοβερό έγκλημα που στρέφεται εναντίον της. Γράφουν για τις ιατρικές αναλύσεις
και το πιο σημαντικό δεν το παρατήρησαν. Από εδώ ξεκινούν οι αβάσιμες θεωρίες περί του
μάταιου της εκπαιδεύσεως των τυφλοκωφών, για το ότι είναι βάρος για την κοινωνία.
Οι δοκιμασίες που της έτυχαν μπορούσαν να τσακίσουν ενήλικο. Όλα αυτά όμως έκαναν
την Όλια να διαμορφώσει δυνατό και αλύγιστο χαρακτήρα. Πέρασε μισός και πλέον χρόνος
από την άφιξη της Όλιας στο σχολείο. Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς θυμόταν την καταδίκη από τα
προσωπικά έγγραφα που την συνόδευαν. «Μετά από κατάλληλη προετοιμασία μπορεί να
εκπαιδευθεί βάσει προγράμματος για διανοητικώς καθυστερημένα παιδιά. Στο μέλλον είναι
δυνατή η προσαρμογή της σε κάποια εργασία, συγκεκριμένα: κατασκευή βουρτσών, κουτιών
για φάρμακα κλπ.». Στην πραγματικότητα γινόταν κάτι τελείως διαφορετικό. Με τι διάθεση η
Όλια μάθαινε όλα τα καινούργια σύμβολα του δακτυλικού αλφαβήτου. Μετά από μερικούς
μήνες μπορούσε άνετα να συνεννοείται, τοποθετώντας τα δακτυλάκια της γρήγορα όπως
έπρεπε. Διάβαζε από το χέρι του άλλου πιο δύσκολα, όποιος όμως θέλει να μάθει δεν στέκεται
σε τέτοιες λεπτομέρειες.
Όταν το δακτυλικό αλφάβητο είχε κατακτηθεί, ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς προχώρησε στο Μπράϊγ
και εδώ τον περίμενε η έκπληξη. Η Όλια μόνο τους αριθμούς δεν γνώριζε. Κάμποσες φορές
προσπάθησε να μάθει ποιός ήταν ο δάσκαλος της, η Όλια απαντούσε με πονηρό χαμόγελο και
το δακτυλάκι ακουμπούσε στα χειλάκια της: «μυστικό» . Με επιδεξιότητα χρυσοχόου δούλευε
αναπτύσσοντας την μνήμη της, την μάθαινε να είναι υπομονετική και επίμονη, η επιμονή ήταν
αυτή ακριβώς που της έλειπε. Πόσα προβλήματα είχε με την συμπλήρωση του ημερολογίου! Ο
Ιβάν Αφανάσιεβιτς απαιτούσε από τους μαθητές που γνώριζαν γράμματα να προσπαθούν να
εκθέτουν τις σκέψεις τους στο χαρτί. Θυμήθηκε τα πρώτα γραπτά της: «Όλια στέκεται
παράθυρο… Όλια φύγε σούπα…» Προφανώς ήθελε να γράψει «έφαγε». Σε όλο αυτό το διά-
στημα ο Σοκολιάνσκι δέθηκε με την Όλια και την σκεπτόταν περισσότερο σαν τον πατέρα
που σκέπτεται την αγαπημένη του κόρη. Στην πραγματικότητα τα πράγματα ήταν κάπως έτσι,
ήταν ένα μικρό, χαϊδεμένο, και λίγο κακομαθημένο από τον ίδιο παιδί, στην διαπαιδαγώγηση
του οποίου έβαζε όλη του την ψυχή.
Μετά από ένα χρόνο που η Όλια βρισκόταν στο εκπαιδευτήριο-κλινική, ήρθε η Μαρούσια
Κρετσέτ. Ήταν σαφώς μικρότερη από τους υπόλοιπους τροφίμους και η Όλια ανέλαβε την
διαπαιδαγώγησή της.
Μόλις ο πατέρας της άφησε το χέρι της, η Μαρούσια τρομαγμένη από το μεγάλο άδειο
δωμάτιο και της διαφορετικές από αυτές του χωριού μυρωδιές, ξάπλωσε στο πάτωμα και
έμεινε έτσι μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να κινείται. Αφού δεν αισθανόταν τον εαυτό της σε
ασφάλεια η Μαρούσια σύρθηκε σε αναζήτηση καταφυγίου. Το ένστικτο την οδήγησε σε ένα
τέτοιο καταφύγιο, όλες οι προσπάθειες να βγει κάτω από το κρεβάτι δεν απέδωσαν. Μόλις την
άγγιζαν ξένα χέρια στρίγγλιζε υστερικά προσπαθώντας συγχρόνως να δαγκώσει τον
«επιτιθέμενο». Έσπρωχνε ακόμα και τα χέρια του πατέρα της.
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς οδήγησε την Όλια μπροστά στο κρεβάτι και της έδειξε με νοήματα ότι
χρειάζεται να βοηθήσει. «Να που στα γεράματα πρέπει να περπατάω στα τέσσερα», πέταξε η
Όλια και μπαίνοντας κάτω από το κρεβάτι ξάπλωσε δίπλα στην επαναστατημένη Μαρούσια.
Εκείνη, αφού κατάλαβε ότι δίπλα της βρίσκεται ήρεμη η Όλια, ηρέμησε, δεν είχε όμως καμιά
διάθεση να βγει από το ασφαλές καταφύγιο. Έτσι έμειναν εκεί περίπου μία ώρα. Το ένα χέρι
μέσα στ΄ άλλο, με τα κεφάλια τους ακουμπισμένα. Η Όλια της χάϊδευε τα χέρια, την
αγκάλιαζε. Η Μαρούσια ηρέμησε τελείως.
Η Όλια την τράβηξε από το μανίκι δείχνοντας της ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουν το
καταφύγιο. Η μικρη υπάκουσε. Για να μη αρχίσει τα ίδια, της έδωσαν μία μεγάλη μπάλα και
την έβαλαν να καθίσει στον καναπέ. Το παιχνίδι της έκανε εντύπωση, η Όλια κάθησε δίπλα
της, τράβηξε την μπάλα προς το μέρος της, η μικρή την κρατούσε με όλες της τις δυνάμεις. Οι
κινήσεις της έγιναν απότομες. Αφού δεν κατάφερε να συγκρατήσει την μπάλα, την έσπρωξε
προς την Όλια, σαν να της έλεγε νευριασμένα «πάρ΄ τη», η μπάλα όμως ξαναγύρισε σε κείνη.
Η Μαρούσια κατάλαβε ότι παίζουν, κύλησε τηνμπάλα προς την Όλια για να την πάρει αμέσως
πίσω. Παίζοντας το παιδί δεν κατάλαβε την αναχώρηση του πατέρα. Κουρασμένη από το
παιχνίδι η μικρή αποκοιμήθηκε, κρατώντας την μπάλα με τα δύο χεράκια. Τώρα στο
προσωπάκι της ήταν ζωγραφισμένες η ηρεμία και η ικανοποίηση.
Στα βραδινά μαθήματα τα γεγονότα της σημερινής μέρας καταγράφηκαν στο ημερολόγιο.
Το γράψιμο του ημερολογίου ευχαριστούσε την Ολια όσο και ένας περίπατος στον κήπο. Με
αγάπη χάϊδευε το χοντρό χαρτί, και μετά άρχιζε να καταγράφει επάνω του κάνοντας μικρές
τρυπούλες. Της άρεσε η προετοιμασία, κάνοντας εγγραφές αισθανόταν τον εαυτό της σημαν-
τικό. Μερικές φορές της φαινόταν ότι το χαρτί είναι παρτέρι και τα γράμματα λουλουδάκια,
φυτεμένα με το χέρι της, και άλλα τέτοια παράξενα.
Τα σαββατόβραδα, σύμφωνα με μία παλιά συνήθεια, ο Σοκολιάνσκι φορούσε τα γυαλιά του
και διόρθωνε τα γραπτά των μαθητών του. Ανοίγοντας το τετράδιο της Όλιας διάβασε ό,τι
εκείνη είχε γράψει τις τελευταίες μέρες. «Η Όλια και η Μαρούσια έπαιζαν στο δωμάτιο.
Κάθισαν στον καναπέ. Στα χέρια πέταγαν την μπάλα. Η μπάλα έπεσε μακριά. Η Όλια έψαχνε
για την μπάλα, η Μαρούσια στον καναπέ έλεγε στην Όλια περί…» Ο Σοκολιάνσκι είχε την
αίσθηση ότι άκουγε μία λεπτή φωνή να διαβάζει. Είναι ενδιαφέρον, σκέφθηκε, τώρα θα δούμε
τι άλλο έχεις επινοήσει. Έτσι μουρμούριζε από μέσα του «πολλά λάθη, πρέπει να το πω στον
παιδαγωγό». Να πάλι “τα χέρια τα χρειαζόμαστε για αυτιά, εκεί είναι η αφή μας”. « Μπράβο,
καλά το υπογράμμισε, ότι τα χέρια είναι τα αυτιά του τυφλοκωφού. “Για να βλέπουμε και να
ακούμε με αυτά πρέπει να τα προσέχουμε περισσότερο και από τα μάτια.” « Είναι γραμμένα
στη σειρά σχεδόν χωρίς σημεία στίξης, παρ΄ όλα αυτά είναι εκπληκτικά!
Ο Σοκολιάνσκι άφησε στο πλάϊ το γραπτό. Με την Όλια το μόνο που προλαβαίνεις είναι να
θαυμάζεις. Έφυγε δέκα βήματα μπροστά στην εκπαίδευση της σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά.
Αν είναι αυτοί σωστοί στίχοι, ποιός τους έγραψε; Μία τυφλοκωφή κοπελίτσα! Είναι μία ακόμα
απόδειξη ότι το εγχείρημά του δεν είναι χαμένος κόπος.
Έχει ή γάτα δύο αυτάκια
έχει μάτια και ουρά!
Να μυρίζει ψωμί, κρέας
έχει η γάτα και μία μύτη,
έχει η γάτα ποδαράκια
δακτυλάκια σε αυτά.
«Δακτυλάκια», ο Σοκολιάνσκι γέλασε, «πρέπει να της εξηγήσω! Πρέπει να έχει σωστή εικόνα
για τα ζώα. Τι πολλές παραλείψεις κάνουμε!»
Ο Σοκολιάνσκι κάθησε αναπαυτικότερα στην πολυθρόνα του και συνέχισε να σκέπτεται την
αγαπημένη του μαθήτρια. Έχει λογοτεχνικές τάσεις. Πρέπει να προσέξουμε πολύ αυτό το
σημείο. Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Να διαβάζουμε όσο γίνεται περισσότερο. Φαντάζεστε, είπε
στους υποτιθέμενους ακροατές, τυφλοκωφή ποιήτρια! Θα ξεπεράσουμε εκείνη την
Αμερικανίδα την Κέλλερ. Εσείς Έλεν και εμείς Όλγα!
Φυσικά τώρα σε εκείνη δεν θα πει τίποτα, απλώς θα διαλέγει και θα μεταγράφει από το
ημερολόγιο τις πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις, μπορεί και όλα στη σειρά. Μετά θα εκδοθεί ένα
μικρό βιβλίο με τα παιδικά της ποιήματα. Με τις δικές του παρατηρήσεις, τα συμπεράσματα
για την εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των τυφλοκωφών παιδιών.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Χάρις στον Σοκολιάνσκι η Όλια βρήκε τον πατέρα της, τον οποίο
είχε χάσει πριν 14 χρόνια. Ανάμεσά τους άρχισε αλληλογραφία, στις διακοπές του καλοκαι-
ριού ο πατέρας της την κάλεσε στο Χερσόν. Με χαρά και ανησυχία ετοιμαζόταν για το ταξίδι.
Πώς θα την υποδεχθούν ο πατέρας και η οικογένεια του, τι θα της φέρει η συνάντηση μαζί
τους; Γρήγορα πέρασε ο γεμάτος καινούργιες εμπειρίες μήνας. Επέστρεψε στο Χάρκοβο.
Έκανε ένα βήμα έξω από την αυλόπορτα και σταμάτησε. Τράβηξε ελαφρά από το μανίκι την
συνοδό της Λίντοτσκα, καλώντας την να σταματήσει κι αυτή, άφησε την βαλίτσα στο χώμα.
κάπου εδώ ήταν ένα μεγάλο λουλούδι. Απλωσε το χέρι και βρήκε ένα κλαδί, το τράβηξε προς
το μέρος της, μία σταγόνα κρυμμένη από τον ήλιο έπεσε πάνω στην παλάμη της. «Επιτέλους
είμαι πάλι στο σπίτι».
Ανέπνευσε βαθιά και άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει ένα μαντήλι. Το σχολικό κτήριο,
οι γνωστές από τα παιδικά της χρόνια μυρωδιές την αναστάτωσαν. Κομμάτια σκέψης όλο το
δρόμο γύριζαν μέσα στο κεφάλι, τώρα έπαιρναν την μορφή αποριών και ερωτήσεων, στις
οποίες ακόμα και ο Σοκολιάνσκι δεν θα μπορούσε να απαντήσει. Απαντήσεις έπρεπε να δώσει
η ίδια, που, όσο ξαφνικές και αν ήταν, μόνο αυτές μπορούσαν να της εξηγήσουν το πιο σοβαρό
ερώτημα: Γιατί η Όλια Σκοροχόντοβα υπάρχει στον κόσμο; σε ποιόν είναι απαραίτητη η
ύπαρξη της; Ποτέ πριν δεν της χρειάστηκε να ρωτήσει γιατί οι άνθρωποι που ονόμαζαν τον
εαυτό τους συγγενείς της τής είναι εντελώς μακρινοί και αδιάφοροι; Λυπούνται; Ναι.
Καταλαβαίνουν; Όχι. Ίσως μόνο ο Βαλεντίν, την δέχθηκε έτσι που ήταν. Είναι μικρούλης ακόμα
ο αδελφούλης. Πως θα την αντιμετωπίσει μετά από πέντε-δέκα χρόνια, θα καταλάβει; Οι
υπόλοιποι; Ακόμα και ο πατέρας… ναι, είναι καλοί μαζί της, αλλά η καλοσύνη αυτή είναι από
οίκτο. Αν ζούσε με τον πατέρα της, θα μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε βουβό καταναλωτή των
αγαθοεργιών , θα συνήθιζε στην ιδέα ότι είναι ανάπηρη, και όχι κανονικός άνθρωπος με όλες
τις αξίες και τα ελαττώματα του.
Έδιωξε της άσχημες σκέψεις. Καλύτερα να σκεφθώ κάτι πιο ευχάριστο ή να περάσω απλώς
από τα δωμάτια. Αγγίζοντας τους τοίχους για να επιβεβαιώσει την κατεύθυνση προχωρούσε
γρήγορα στον διάδρομο. Ήταν ώρα μαθημάτων και παντού επικρατούσε η ερημιά. Δεν
αισθανόταν αντίθετα ρεύματα αέρα και συμπέρανε ότι είναι μόνη. Αποφάσισε να πάει στην
τάξη. Η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε εύκολα. Η Όλια έκανε δύο βήματα και η μυρωδιά την
πληροφόρησε ότι στο δωμάτιο υπάρχουν άνθρωποι, άρα γίνεται μάθημα. «Πολύ καλά, εξαίσια,
δηλαδή όλοι είναι εδώ». Θυμόταν καλά τον δρόμο και περπατούσε με σίγουρο βήμα. Το κέντρο
του δωματίου ήταν άδειο. Κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν τραπέζια, γύρω από τα οποία
καθόταν τα παιδιά. Κάθε γωνιά χωριζόταν από την άλλη με ψηλό ξύλινο χώρισμα, με τζάμια
στο επάνω μέρος, έτσι όλοι είχαν την δική τους θέση εργασίας. Όταν κανείς κουραστεί ή θέλει
να απομονωθεί, είναι εύκολο να αποσυρθεί στην γωνιά του.
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς γύρισε το κεφάλι του στο τρίξιμο της πόρτας και αντίκρυσε την Όλια.
«Για να δούμε που θα κατευθυνθεί τώρα;» Την παρακολουθούσε, παρατηρώντας τα
ανεπαίσθητα για τον άσχετο λάθη στην κίνησή της. «Γενικά όμως καλά τα πάει, δεν ξέχασε
ποίος και πού κάθεται». Η Όλια κατευθυνόταν στην γωνιά της Μαρούσιας Κρετσέτ.
Η Μαρούσια έπλαθε ένα μήλο. Η Όλια την πλησίασε και όταν βρέθηκε δίπλα την αγκάλιασε
από τους ώμους. Εκείνη ανησύχησε, έκανε μία κίνηση με το χέρι της στον αέρα και μετά
άγγιξε το χέρι της Όλιας και την γνώρισε.
« Όλια! Εγώ είμαι, η Μαρούσια!
Γρήγορα και σίγουρα σχημάτισαν τα δακτυλάκια τα γράμματα.
« Βλέπω, βλέπω ότι δεν είσαι ο Αντόν, είπε και γέλασε η Όλια. Η Μαρούσια την αγκάλιασε
και έμεινε ακίνητη και συγκινημένη. Αυτή η έκφραση των συναισθημάτων τάραξε την Ολια
περισσότερο και από την συνάντηση της με τους δικούς της. «Να η οικογένεια μου, το σπίτι
μου, οι πραγματικά δικοί μου άνθρωποι».
Ξεκάθαρα όπως στην γραφή Μπράϊγ τυπωνόταν στο μυαλό της η κάθε λέξη. Φίλησε την
Μαρούσια στον κρόταφο και έσφιξε ελαφρά το χέρι της. Μετά έβγαλε από την τσέπη και
έβαλε στην παλάμη της κάτι ζεστό και μαλακό, με κοντή σκληρή ουρίτσα. Το κατάλαβε η
Μαρούσια ψάχνοντας το με το δακτυλάκι. Το δωράκι δεν κουνιόταν και στην αφή ήταν πολύ
ευχάριστο. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Μαρούσια. Χωρίς να περιμένει απάντηση χάϊδευε την
πλατούλα του βελούδινου άγνωστου παιχνιδιού. Όταν το χόρτασε χάδια ρώτησε: «Τί είναι
αυτό;» Τότε η Όλια της εξήγησε ότι δεν είναι ζωάκι, αλλά καλάμι που φυτρώνει κοντά στο
ποτάμι και την λίμνη. Όταν ωριμάσει γίνεται φουντωτό. Το δωράκι αυτό μπορεί να το
χρησιμοποιήσει για να φτιάξει μαξιλαράκι για την κούκλα της, τότε η κούκλα θα κοιμάται
καλύτερα.
Η Μαρούσια τα κατάλαβε όλα. Το ακούμπησε δίπλα της και συνέχισε να πλάθει και κάπου-
κάπου το χάϊδευε. Η Όλια κατευθύνθηκε προς το τραπέζι της. Συγκινημένη χαιρέτησε τα
αγαπημένα της βιβλία και την γραφομηχανή της. Έβγαλε από το συρτάρι ένα πανάκι και
σκούπισε με προσοχή την σκόνη. Πέρασε στη μηχανή ένα κιτρινωπό χαρτί και έγραψε,
πατώντας δυνατά τα πλήκτρα: «Γύρισα». Τότε της ήρθε η διάθεση να γράψει ένα διήγημα, ένα
βιβλίο για την ζωή της και το ταξίδι στο σπίτι του πατέρα της. Στη μέση του χαρτιού φάνηκαν
τα γράμματα «μυθιστόρημα» και μία σειρά πιο κάτω:
«Ανεβήκαμε στο τραίνο και ξεκινήσαμε. Ταξιδέψαμε μια μέρα και μία νύχτα. Όταν φτάσαμε,
πήγαμε στο σχολείο της Οδησσού».
Τελειώνοντας τις τρεις σειρές αποφάσισε να δει τι έγινε, και πόσο όλο αυτό μοιάζει με
μυθιστόρημα για την ζωή της. Απογοητεύτηκε: «ταξιδέψαμε, πήγαμε, γυρίσαμε, είναι πολύ
δύσκολο να γράψεις βιβλία. Φαίνεται τα γράφουν πολύ έξυπνοι άνθρωποι». Γύρισε τον
κύλινδρο της μηχανής τρεις σειρές πίσω και πατώντας γρήγορα και τα έξι πλήκτρα διέγραψε
τα προηγούμενα. Αντί για το μυθιστόρημα υπήρχαν πυκνές κουκκίδες.
Ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς ακούγοντας τον θόρυβο πλησίασε : «Καλώς ήλθες Όλια, γειά σου» της
είπε. Εκείνη παράτησε την μηχανή και τον αγκάλιασε. Νά ο πραγματικά δικός της άνθρωπος,
αυτός και μόνο αυτός τα καταλαβαίνει όλα και την στιγμή που πρέπει βρίσκεται δίπλα σου για
να σε βοηθήσει. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της. Προσπαθούσε να τα καταπιεί και έλεγε
από μέσα της: «καλά, καλά, τι κλαίω;» και ξαφνικά την πήραν οι λυγμοί, σαν τα μικρά παιδάκια.
Ο Σοκολιάνσκι δεν προσπαθούσε να την ηρεμήσει, μόνο κατά διαστήματα την χάϊδευε και
έλεγε «Όλια ησύχασε». Όταν ηρέμησε τελείως, ο Σοκολιάνσκι είπε στην Όλια λίγο θυμωμένος,
όπως της φάνηκε: «Ένα μήνα είχαμε να συναντηθούμε και εσύ δημιουργείς υγρασία σε κλειστό
χώρο. Φαίνεται ότι ρούφηξες πολύ θαλασσινό νερό». Μετά το ύφος του άλλαξε, τα δάκτυλα
κινήθηκαν απαλά: «Κοίταξε τι δώρο σου έχω», της έτεινε ένα μικρό κουτάκι. «Εξάλλου δεν είναι
και τελείως δωράκι, ένα μέρος από τα χρήματα τα κέρδισες μόνη σου. Τα σκοινένια ταγαράκια
σου έχουν μεγάλη επιτυχία». Η Όλια ελευθέρωσε το χέρι και εξέτασε το κουτάκι. Το γύρισε
στα δάκτυλα της και με μία αποφασιστική κίνηση το άνοιξε. Τα δάκρυα αμέσως στέγνωσαν,
έβαλε το δάκτυλο της κάτω από το καπάκι εξέτασε προσεκτικά το δώρο. Ο Σοκολιάνσκι
ευχαριστημένος από την αντίδρασή της χαμογελούσε. «Να που κατάφερα να της αποσπάσω
την προσοχή από δυσάρεστα πράγματα».
Η Λυδία Βασίλιεβνα τον πληροφόρησε ότι την τελευταία βδομάδα η Όλια ήταν πολύ
ανήσυχη, τη μία μελαγχολική, την άλλη νευρική, τελείως αγνώριστη. Τώρα θα ηρεμήσει, οι
δυσάρεστες σκέψεις θα ξεχαστούν, όλα θα γυρίσουν στον κανονικό τους ρυθμό. Ένας μήνας
μόνο πόσο πολύ την ωρίμασε! Οι συνθήκες ζωής ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστές, αλλά τα
τελευταία χρόνια στο Χάρκοβο είχαν το στοιχείο της μονιμότητας. Την βοήθησαν να μην είναι
τρωτή ψυχικά. Ποιός ξέρει, τα ευαίσθητα φυτά έρχεται η στιγμή που πρέπει να τα
μεταφυτεύσεις στο χώμα. Εκεί ή ζουν ή χάνονται. Ο Σοκολιάνσκι ήταν ευχαριστημένος για το
ότι η Όλια είχε μία τέτοια εμπειρία. Μπορούσε αν ήθελε να μην επιτρέψει το ταξίδι! Αυτή η
μεταφύτευση όμως την έφερε σε επαφή με την πραγματικότητα, την ανάγκασε να καταλάβει
ότι δεν είναι τίποτα προκαθορισμένο, να τα αισθανθεί όλα αυτά όχι όπως για μία ηρωίδα
βιβλίου. Η Όλια τα κατάλαβε όλα και τα άντεξε όλα.
* * *
Η είδηση της επίθεσης των Γερμανών βρήκε την Ολγα στη θάλασσα, στην Κριμαία. Στο
δωμάτιο εισέβαλε η Λένα Βασίλιεβνα, που την συνόδεψε στο ταξίδι, την άρπαξε νευρικά από
το μανίκι και την ταρακούνησε. «Όλγα, πόλεμος!» Όλα τα μετέπειτα ήταν σαν σε όνειρο.
Ανάμεσα στους παραθεριστές άρχισε πανικός. Η Λένα Βασίλιεβνα, που είχε δοκιμάσει πάνω
της την ψυχολογία του όχλου στην προσπάθεια της να μπει στο λεωφορείο, τραβούσε την
Όλια από το μανίκι και την ενημέρωνε για τα τεκταινόμενα. Από τη Γιάλτα έφυγαν
περπατώντας. Μερικά χιλιόμετρα από την πόλη, σταμάτησε σηκώνοντας σύννεφα σκόνης ένα
αυτοκίνητο. Μετά από μιάμιση ώρα οι γυναίκες ήταν στη Συμφερούπολη. Στο Σταθμό το
αδιαχώρητο. Η Όλγα αποφάσισε οπωσδήποτε να βρει τον διευθυντή του Σταθμού και να τον
παρακαλέσει να την βοηθήσει να φύγει. Δεν είχε ποτέ χρησιμοποιήσει την αναπηρία της για να
πετύχει ο,τιδήποτε στη ζωή. Σε άλλη περίπτωση θα είχε σταθεί στην ουρά ώσπου να έλθει η
σειρά της. Από παιδί δεν της άρεσε να εκμεταλλεύεται την κατάστασή της. Αφού βεβαιώθηκε
προς τα πού βρισκόταν το γραφείο του διευθυντή, άπλωσε το μπαστούνι και προχώρησε
λέγοντας «είμαι κωφή και τυφλή, αφήστε με να περάσω!» Και κατευθύνθηκε γρήγορα μπροστά.
Κουβαλώντας σαν ρυμουλκό πίσω της την Λένα Βασίλιεβνα, η Όλγα κυριολεκτικά εισέβαλε
στο γραφείο του διευθυντή. Αποφασιστικά προχώρησε και αφού κτύπησε στην γωνιά του
γραφείου είπε με μηχανική φωνή, για την οποία τόσες φορές την μάλωνε ο Ιβάν Αφανάσιεβιτς,
και την έβαζε να επαναλαμβάνει πολλές φορές την ίδια φράση για να πετύχει τον σωστό
χρωματισμό της φωνής:
«Είμαι τυφλή και κωφή, μαζί μου έχω την γραμματέα μου», η Όλγα γύρισε το κεφάλι της
προς τα εκεί που έπρεπε να βρίσκεται κατά την γνώμη της η Λένα Βασίλιεβνα. «Πρέπει
επειγόντως να φύγουμε από δω!» Για μία στιγμή στο δωμάτιο έγινε ησυχία, αποτέλεσμα της
δυναμικής παρουσίας της τυφλοκωφής. Η Λένα Βασίλιεβνα εκμεταλλευόμενη την στιγμιαία
σύγχυση των παρόντων, και μη μπορώντας να σκεφτεί κάτι καλύτερο είπε: «Είναι η δική μας, η
Σοβιετική Έλεν Κέλερ, σώστε μας».
Για το ποιά ήταν η Έλεν Κέλερ ο διευθυντής του Σταθμού δεν είχε ιδέα, αλλά η αναστα-
τωμένη Όλγα και η παρουσία της συνοδού έκαναν την δέουσα εντύπωση και έφεραν το
ποθούμενο αποτέλεσμα. Μίλησε μερικές φορές στο τηλέφωνο και έδωσε τελικά εντολή να
επιβιβασθούν στο τραίνο για το Χάρκοβο. «Στο κυβερνητικό», μουρμούρισε απευθυνόμενος στον
εαυτό του ή στις γυναίκες που έφευγαν.
Έτσι έμεινε στο υποσυνείδητο της Όλγας η ανάμνηση της αρχής του πολέμου. Το Χάρκοβο
δεν βομβαρδιζόταν ακόμα, αλλά παντού αισθανόσουν την ετοιμασία για την άμυνα της πόλης.
Στο ίδρυμα ήταν ήσυχα. Ο φύλακας Βασίλι Κάτσκιν τους πληροφόρησε ότι ο Σοκολιάνσκι πριν
τον πόλεμο ακόμα έφυγε για την Μόσχα, τα παιδιά τα φυγάδευσαν πρόσφατα.
Μία μέρα του Οκτώβρη η Όλια καθόταν στο τραπέζι και έτρωγε ένα ψωμάκι που έμεινε από
τα προπολεμικά αποθέματα. Ξαφνικά αισθάνθηκε ρεύμα αέρα να την χαϊδεύει από την πόρτα,
κάποιος, δεν κατάλαβε ποιος, την έπιασε από το χέρι και της έγραψε: «Οι Γερμανοί είναι στην
πόλη!» Από τον τρόμο της δεν ήξερε τι να κάνει, είχε γείρει πίσω και σαν να ήθελε να
στηριχθεί στον αέρα, προσπάθησε να βρει αυτόν που έφερε την είδηση, αλλά δεν εντόπισε
κανέναν.
Μερικές μέρες αργότερα εμφανίστηκε ο Κάτσκιν και της είπε να μετακομίσει στο υπόγειο.
Όταν καταλάγιασε λίγο η ταραχή της, η κοπέλα άρχισε να ερευνά το χώρο που θα ζούσε από
εδώ και πέρα. Έχοντας το χέρι της συνέχεια στον τοίχο γύρισε μερικές φορές γύρω-γύρω το
δωμάτιο, μαθαίνοντας την θέση των λιγοστών επίπλων και της πόρτας. Μύριζε κλεισούρα και
υγρασία. «Τι θα κάνω εδώ;» Για πολλοστή φορά ρωτούσε τον εαυτό της η Όλγα. «Πού θα
ετοιμάζω το φαγητό, πού θα πλένω τα ρούχα;» Η αυτοεξυπηρέτηση δεν ήταν κάτι που την
τρόμαζε, είχε μάθει από μικρή να μπορεί να κάνει πολλά πράγματα μόνη της. Το πρόβλημα
είναι πού να βρει τρόφιμα και άλλα απαραίτητα. Όπως ήταν κουρασμένη από την διαρκή
ένταση ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το στρώμα από χόρτο έτριζε και την τσιμπούσε. Τρέμοντας
από το κρύο, τράβηξε το παλτό μέχρι να σκεπάσει και τη μύτη και σαν να την πήρε ο ύπνος.
Αφού ζεστάθηκε, θυμήθηκε τα λόγια από το γράμμα του Γκόρκι : «Η φύση σας στέρησε δύο από
τις πέντε αισθήσεις μέσω των οποίων την αντιλαμβανόμαστε και την κατανοούμε. Η επιστήμη,
μέσω της αφής, σαν να επέστρεψε σε σας αυτά που στερηθήκατε… σαν η πράξη της αυτή να
είχε σκοπό να ερευνηθεί η περίπτωση και να φανεί η αδικία που η επιστήμη κλήθηκε να
ερευνήσει και να διορθώσει».
Η Όλγα σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι. Ανάμεσα στα βιβλία βρήκε το ντοσιέ, όπου
φύλαγε τα αντίγραφα των γραμμάτων του Γκόρκι, που είχαν αντιγραφεί για εκείνη από τον
Σοκολιάνσκι, και βυθίστηκε στο διάβασμα.
«Γλυκιά μου Ολγα, ήταν πολύ ευχάριστο να πάρω το γράμμα σας, ευχαριστώ που δεν με
λησμονήσατε»΄, το ανάγλυφο γράμμα μιλούσε σαν να ήταν ζωντανό. «Μπράβο σας, έχετε δίκιο,
είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει κανείς τον χαρακτήρα του απλοϊκού, του ανθρωπάκου, στην
μικρή αλλά καταχθόνια ψυχή του οποίου έχει φωλιάσει και πετρώσει η αιώνια εξαθλίωση…» Τα
δάκτυλα σαν να σκόνταψαν, προσπαθώντας να αναγνωρίσουν το μισοσβησμένο γράμμα, και
πάλι γλίστρησαν πάνω στο χαρτί. «Ζούμε σε συνθήκες που μας υποχρεώνουν ο καθένας από
μας να γίνει φορέας της συνείδησης, της προσωπικής ευθύνης για τα ελαττώματα και την
άγνοια του, για την αγραμματοσύνη μας. Με συντάραξε το γεγονός ότι είστε υποχρεωμένη να
έρχεστε σε επαφή με την αγένεια και την βλακεία. Είμαι όπως πάντα απασχολημένος,
δουλεύω πολύ, έχω δύσπνοια και αδυναμία της καρδιάς. Γενικά περνάω καλά, πράγμα που
εύχομαι και για σάς, αγαπητή μου Όλγα. Να είστε υγιής και να μη δίνετε σημασία στους
βλάκες, αυτοί θα υπάρχουν ακόμα για πολύ, πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όπως τον
άσχημο καιρό.
Σφίγγω θερμά το χέρι σας,
Μ. Γκόρκι
20 Μαρτίου 1936 , Τέσσελι
Η Όλγα έσφιξε το γράμμα στο στήθος της και τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Στην
αυλή γουργούριζε ένα μοτέρ, κάτι φόρτωναν στο αυτοκίνητο οι Γερμανοί, πολύ σκεπτικός
πηγαινοερχόταν ανάμεσά τους ο Βασίλη Κάτσκιν.
Σπάνια τυχαίνει σε κάποιον να έχει ακούσει πώς τραγουδά ένας κωφός. Παρ΄ όλα αυτά της
Όλγας της άρεσε το τραγούδι, πρώτα όμως σιγουρευόταν ότι είναι μόνη. Κρατώντας με το
χέρι τον ρυθμό τραγουδούσε. Μηχανικά τακτοποιούσε με τα χέρια τα υλικά για τα κορδόνια.
Καλά που βρέθηκε κι΄ αυτή η δουλειά, κουραστική και μονότονη, επιπλέον όλη η παραγωγή
πήγαινε για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού. Θυμήθηκε το εργοστάσιο παπουτσιών την
πρώτη μέρα δουλειάς. Με σημείωμα του Γερμανού αξιωματικού η Όλγα εμφανίστηκε στο
γραφείο. Εκεί, όπως πάντα, έπρεπε να εξηγήσει ότι δεν είναι τέρας. Τον χειρισμό του
μηχανήματος τον έμαθε σε μερικά λεπτά. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος παρακάλεσε να της
πουν, ότι είναι εντυπωσιασμένος με της ικανότητές της, θέλησε να μάθει με τι ασχολείτο πριν
τον πόλεμο, ποιά είναι η ειδικότητά της. Σηκώνοντας υπερήφανα το κεφάλι η κοπέλα
απάντησε: «Λογοτεχνία!».
Τις πρώτες εβδομάδες της εκπαίδευσης ερχόταν στο εργοστάσιο κάθε μέρα, ύστερα από
ένα μήνα πήρε δουλειά για το σπίτι. Μερικές φορές είχε μέρες αργίας, που είχαν άμεση σχέση
με τον κακό εφοδιασμό του εργοστασίου. Τότε η Όλγα αφού έπινε ζεστό νερό, που το
ονόμαζαν τσάϊ, καθόταν μπροστά στο τραπέζι και σηκώνοντας το κεφάλι, «κοίταζε» το
παράθυρο. Το κορμί της ξεκουραζόταν, στο μυαλό της συνωστίζονταν οι σκέψεις. Αλλοτε
έπαιρνε το «κέντρο» και σημείωνε φράσεις και σκέψεις που της άρεσαν.
Τρεις μέρες η Όλια δεν βγήκε από το καταφύγιο της: φοβόταν. Της φαινόταν ότι με τους
Γερμανούς τελείωσαν και πάλι άρχισε η παλιά ήσυχη ζωή. Ας πεινάνε, ας μην είναι οι
φασίστες τόσο μακριά από το Χάρκοβο. Γύρισε όμως ο αόρατος τροχός και γκρεμίζονται όλες
οι ελπίδες. Και δεν έχει σημασία που η Ολγα δεν έχει κάνει καθόλου προμήθειες, μόνο ένα
σακούλι σιτάρι και ένα κουτί κονσέρβα, που της τα έδωσαν όταν έβγαινε από το νοσοκομείο,
όπου πέρασε δύο εβδομάδες. Βέβαια μόνη της ήταν υπεύθυνη, δεν ήταν ανάγκη να βγει για να
δη τον πρώτο σοβιετικό στρατιώτη, να τον αγγίξει. Την προηγούμενη της εξόδου από το
νοσοκομείο πήγε στον στρατιωτικό ιατρό να του κάνει μία επαγγελματική πρόταση.
«Ξέρω ότι έχετε δωμάτια με τραυματίες που έχουν τυφλωθεί. Μπορώ να τους μάθω την
γραφή Μπράϊγ».
Τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα φανταζόταν. Στα μαθήματα εξεδήλωσαν ενδιαφέρον να
συμμετάσχουν όλοι οι τραυματίες του πρώτου θαλάμου και δύο από τον δεύτερο. Και νά που
τώρα όλα αναποδογύρισαν! Στο υπόγειό της ήξερε τα πάντα και ποτέ δεν φοβόταν, η άγνωστη
όμως μυρωδιά την πάγωσε, κόλλησε στον τοίχο. Προσπαθώντας να μη κάνει θόρυβο, η
κοπέλλα κρύφτηκε πίσω από μία γωνία. Από κάτω ακούστηκε ψίθυρος ενισχυμένος από το
κενό του υπογείου: «Αδελφούλα βοήθεια!» Η Όλγα αισθάνθηκε κάποιον όγκο να έρχεται από
κάτω. Κάθισε στο επάνω σκαλοπάτι και με τρεμάμενη φωνή ρώτησε: «Ποιός είναι εδώ; Γράψτε
στο χέρι μου, είμαι τυφλοκωφή». Με φόβο άπλωσε το χέρι προς τα κάτω. Δάκτυλα τρεμάμενα
και νευρικά έγραψαν: «Είμαστε από το στρατιωτικό νοσοκομείο, τραυματίες. Σώσε μας,
αδελφούλα!»
Η σκέψη της Ολγας δούλευε εντατικά προσπαθώντας να φαντασθεί τι μπορεί να γίνει.
Έβαλε τον εαυτό της στη θέση των στρατιωτών και φαντάστηκε, τι θα ήθελε εκείνη; Έβγαινε
ότι έπρεπε να πάει για νερό: διψάνε. Η Όλια βρήκε κάτω από το κρεβάτι το τσαγερό και πήγε
στη βρύση. Διακόσια μέτρα από τον δρόμο και μετά στρίβεις αριστερά σ΄ ένα στενό.
«Φίλοι, εγώ είμαι, έφερα νερό», ψιθύρισε η Όλια στο σκοτάδι. «Μη φοβάστε, θα σας
βοηθήσω». Αισθάνθηκε να ωριμάζει μέσα της ένα σχέδιο, δεν είχε όμως ακόμα κατασταλάξει τι
θα κάνει τώρα ή σε λίγο. Οι στρατιώτες, αφού ξεδίψασαν, ζήτησαν κάτι να φάνε. Τους έταξε
αμέσως χυλό, όμως τους διευκρίνισε ότι το φαγητό είναι λιγοστό. Το βράδυ μπόρεσε να τους
φέρει λίγο, τα παλικάρια ήταν ευχαριστημένα και μ΄ αυτό. Η απόφαση, τι θα γίνει παρακάτω,
ήρθε όπως πάντα αναπάντεχα.
Ξεδιάλεγε πράγματα. Το ξεδιάλεγμα της έδωσε την δυνατότητα να υπολογίζει σε ανταλ-
λαγή κάποιων πραγμάτων στα πλησιέστερα χωριά. «Όλοι πηγαίνουν και θα πάω κι΄ εγώ»
σκέφθηκε. Έφτιαξε το μπογαλάκι. Χάϊδεψε την «φιλενάδα» της την μαγκούρα, την αρκετά
ταλαιπωρημένη, αλλά ανθεκτική. Προειδοποίησε τους τραυματίες ότι θα επιχειρούσε να
φθάσει στο χωριό για να κάνει ανταλλαγή, αν τα καταφέρει, έλπιζε να γυρίσει ζωντανή. Ο
δρόμος δεν ήταν πολύ δύσκολος. Τα παντοφλάκια του νοσοκομείου με τον αριθμό, της
επέτρεπαν να ανιχνεύει εύκολα τον δρόμο. Προς το βράδυ η Όλια έφθασε σε κάποιο χωριό. Το
πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της ήταν ένα γκρεμισμένο σπίτι. Γύρισε την αυλή
προσπαθώντας να βρει το πηγάδι. Αισθάνθηκε να την τραβάνε από το μανίκι. Από τον φόβο
λύγισαν τα πόδια της.
«Τι ψάχνεις εδώ κοριτσάκι;» η γυναίκα στεκόταν δίπλα της.
«Θέλω να ανταλλάξω με ψωμί», κούνησε στον αέρα το μπαστούνι της, «γράψτε μου στην
παλάμη».
Με τον τρόπο που της φέρθηκε η Ολέσια (έτσι έλεγαν την γυναίκα) η Όλια κατάλαβε ότι
έχει να κάνει με καλοσυνάτο άνθρωπο. Η διαίσθηση της έλεγε ότι ο πόλεμος δεν αγρίεψε, δεν
τσάκισε την ψυχή αυτής της γυναίκας. Πριν αρχίσει να τρώει το φαγητό που της πρόσφεραν (η
Όλια ήταν πολύ πεινασμένη) αποφάσισε (ας γίνει ότι θέλει) να της διηγηθεί για τους
τραυματίες και να ζητήσει βοήθεια, μόνη της δεν θα τα καταφέρει. Η Ολέσια άκουσε την Όλγα
με προσοχή, κατόπιν της έγραψε ότι θα πάει να συμβουλευθεί κάποιον.
Πέρασε περίπου μία ώρα, η Όλια άρχισε να φοβάται. Δεν είχε άλλη επιλογή, δεν υπήρχε
εναλλακτική δυνατότητα, μόνο η ελπίδα ότι συνάντησε έναν σωστό άνθρωπο, που μπορεί να
βοηθήσει. Αισθάνθηκε ρεύμα αέρα απ΄ έξω και ετοιμάστηκε. Η Ολέσια έφερε κοντά της μία
πολύ νέα κοπέλλα.
«Γάννα», συστήθηκε η κοπέλα προειδοποιημένη πώς να επικοινωνεί με την επισκέπτρια από
την πόλη. Έδωσε στην Όλια μία φέτα ψωμί με αλάτι. Αγνοώντας τους κανόνες καλής
συμπεριφοράς εκείνη έκοψε ένα μικρό κομματάκι και, χωρίς να το μασήσει, το κατάπιε.
«Καλή!» μάλωσε τον εαυτό της. Πρώτα θα έπρεπε να την ευχαριστήσω και να μιλήσω για την
υπόθεση. «Η Γάννα θα σε πάει μέχρι εκεί, θα φέρει εδώ τους στρατιώτες», είπε χωρίς να χάνει
καιρό η Ολέσια. «Φύγετε αμέσως, αύριο το βράδυ η Γάννα να είναι πίσω».
Η Γάννα σαν να ήταν εκπαιδευμένη πήρε από το χέρι την Όλια και ξεκίνησαν για το
Χάρκοβο. Οι κοπέλλες περπατούσαν αμίλητες, σχεδόν έτρεχαν, επιβεβαιώνοντας κατά
διαστήματα το δρομολόγιο. Χωρίς να προκαλέσουν κανενός τις υποψίες έφθασαν στο σπίτι.
«Έφερα βοήθεια», ψιθύρισε η Ολγα. Τώρα εμείς με την Γάννα θα ξεκουραστούμε, αύριο το
βράδυ θα φύγετε. Αποχαιρετούσε τους επισκέπτες, αλλά της ήταν τελείως αδιανόητο, πώς η
Γάννα θα περάσει τους δύο τραυματίες μέσα από την πόλη. Μήπως ξέρει άλλο δρόμο; Δεν
τόλμησε να ρωτήσει, δεν ήταν καιρός για τέτοια.
Η κοπέλα με γνώση άλλαξε τους επιδέσμους του νοσοκομείου με λουρίδες από τα σεντόνια
της Ολγας. Τα ρούχα του νοσοκομείου της είπε να τα κρύψει μακριά και με την πρώτη ευκαιρία
να τα εξαφανίσει. Ύστερα έβαλε μπαλώματα στα ρούχα τους, για να μοιάζουν παλιά, πολύ
παλιά και χιλιομπαλωμένα. Το ευτύχημα ήταν ότι μπορούσαν να κινούνται, η επιθυμία τους
ήταν να βρεθούν μακριά από την πόλη.
Έτσι έζησε άλλο ένα κομμάτι της ζωής της. Ήρθε η απελευθέρωση. Στην αρχή το
Χάρκοβο, το Χερσόν, ύστερα όλη η χώρα γιόρταζε τη νίκη. Από την απελευθέρωση η Όλγα
δούλευε το βιβλίο μέρες ολόκληρες, και ώρες τις νύχτας. Ακόμα και η διαπαιδαγώγηση της
Μαρούσιας Κρετσέτ, που εμφανίστηκε αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την
πόλη, δεν μπορούσε να την εμποδίσει. Η Όλγα αισθανόταν τον εαυτό της υποχρεωμένο
απέναντι σε δεκάδες και εκατοντάδες τέτοιες υπάρξεις που έγιναν ανάπηροι μετά από αυτόν
τον πόλεμο. Η εμπειρία της και η αντίληψη της πραγματικότητας, η ανεξάντλητη αισιοδοξία
πρέπει να εμφυσούν την ελπίδα, για να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και εκείνες τις όχι πάντα
ευνοϊκές συνθήκες, που συνοδεύουν την ζωή μας και προσπαθούν να σταθούν πάνω από μας,
να μας τσακίσουν το θάρρος και την αποφασιστικότητα.
«Εμείς που έχουμε στερηθεί την ασύγκριτη αίσθηση της όρασης ή της ακοής, μπορεί και των
δύο μαζί, πρέπει να είμαστε πιο δυνατοί απ΄ αυτούς που τα έχουν», απαιτούσε το βιβλίο της.
«Πρέπει να μπούμε δυναμικά στη ζωή και να μη χάσουμε τον δρόμο στο σκοτάδι. Να
οδηγηθούμε από το σκοτάδι και την σιωπή σιγά-σιγά στην κανονική ανθρώπινη ζωή! Ας είναι η
μοίρα μου παράδειγμα γι΄ αυτό».