«Εργασιακές σχέσεις και εργασιακό στρες ατόμων με αισθητηριακές αναπηρίες (Κώφωση και Τύφλωση)» Διπλωματική Εργασία της Κουλανδρέτσου Αγγελικής – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ-Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής-Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής: Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση» – Μέρος 22ο
5.2 Τα εμπόδια που συναντούν τα άτομα με κώφωση
Όσον αφορά τα άτομα με κώφωση, η διάκριση που βιώνουν μπορεί να είναι ακούσια ή σκόπιμη (Woodcock & Kathryn, 2018) και η διάκριση αυτή εκδηλώνεται συνήθως με την αδυναμία πρόσβασης στην επικοινωνία, την πεποίθηση ότι τα άτομα αυτά θα είναι δυσλειτουργικά, και τον γενικό αποκλεισμό από το καθημερινά δρώμενα (Luckner & Stewart, 2003). Τα άτομα με ακουστική αναπηρία έχουν ως βασικό εμπόδιο την επικοινωνία η οποία οδηγεί στην απομόνωση στο αίσθημα της αποτυχίας και σε βασικούς περιορισμούς κάποιων επαγγελμάτων που έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση το επικοινωνιακό κομμάτι (Rosengreen & Saladin, 2019).
Ένα άλλο σημαντικό εμπόδιο στην απασχόληση των κωφών είναι ότι η βιομηχανία απασχόλησης, περιλαμβάνει αλληλεπίδραση με άτομο με ακοή, που απαιτούν υψηλό επίπεδο σε δεξιότητες της γλώσσας, γεγονός που δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό τους κωφούς (O’Connell, 2021). Οι κωφοί στιγματίζονται από την αδυναμία της απώλειας ακοής τους και θεωρούνται ως ανίκανοι, αργοί και διανοητικά κατώτεροι από τους υπόλοιπους (Lott et al., 2019). Τα στερεότυπα αυτά δημιουργούνται από την αδυναμία επικοινωνίας τους, από πιθανή εξάρτηση και από ενδεχόμενη κακή προσαρμογή στο εργασιακό περιβάλλον λόγω της έλλειψης ακοής τους (Lott et al., 2019). Το μειονέκτημα τους αυτό, ενισχύεται από την έλλειψη ειδικών εργαλείων, όπως εξειδικευμένων τηλεφώνων, στον χώρο εργασίας, παρά την ύπαρξη διαθέσιμων τεχνολογιών. Επιπλέον, ορισμένοι εργοδότες είναι διστακτικοί ή απρόθυμοι να αναλάβουν το κόστος και την προσπάθεια που απαιτούνται για την προσαρμογή του χώρου εργασίας ή να ανταποκριθούν στα αιτήματα των ατόμων με προβλήματα όρασης (Baldridge & Swift, 2015 ∙ Punch, 2016).
Μία επιπλέον δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι με ακουστική αναπηρία είναι η απουσία διερμηνέων στον χώρο απασχόλησης. Οι διερμηνείς θεωρούνται ένα σημαντικό μέσο, καθώς διευκολύνουν την αποτελεσματική επικοινωνία, και αυτό επισημάνθηκε συνολικά από 6 συμμετέχοντες της μελέτης των Rosengreen & Saladin (2019). Η δυνατότητα ενός εργαζομένου με ακουστική αναπηρία να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες μέσω ενός διερμηνέα αποτελεί ζωτική σημασία. Χωρίς την ικανότητα να κατανοεί τι συζητείται στις εργασιακές συναντήσεις, κάποιος μπορεί να νιώθει απομονωμένος και ανασφαλής στον εργασιακό χώρο. Η πρόσβαση σε διερμηνέα είναι ουσιώδης για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής επικοινωνίας και για τη δυνατότητα των εργαζομένων να εξελιχθούν. Τα άτομα με αναπηρία, ωστόσο, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια όταν προσπαθούν να βρουν εργασία, και όσοι καταφέρνουν να απασχοληθούν συνήθως λαμβάνουν χαμηλότερο μισθό από τους υπόλοιπους (Kruse & Schur, 2003). Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι με αναπηρία λαμβάνουν χαμηλότερο μισθό έχει αναδειχθεί από πολλές ερευνητικές μελέτες (Jones, 2008 ∙ Malakpa, 1994∙ Rumrill et al., 1997).
Στη μελέτη των Perkins-Dock et al. (2015), έγινε μία προσπάθεια να παρουσιαστούν τα εμπόδια που υπάρχουν στην απασχόληση, όπως αυτά εντοπίζονται από συμμετέχοντες της έρευνας που ήταν κωφοί. Η έρευνα έγινε μέσω ερωτηματολογίων τα οποία στάλθηκαν στους συμμετέχοντες ταχυδρομικά. Οι συμμετέχοντες ήταν 224 ενήλικες άντρες και γυναίκες. Το ερωτηματολόγιο χωρίστηκε σε δύο ενότητες 1) δημογραφικά στοιχεία και γενικές πληροφορίες, 2) πληροφορίες σχετικά με την απασχόληση. Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν την δυσκολία στην επικοινωνία στο εργασιακό περιβάλλον, την έλλειψη γνώσεων επάνω σε θέματα κώφωσης από τους εργοδότες, τα προβλήματα κατανόησης που δημιουργούνταν σε συναντήσεις, την υπερβολική πίεση, την έλλειψη κατάλληλης υποστηρικτικής τεχνολογίας, την περιορισμένη πρόοδο και την κακομεταχείριση (Perkins-Dock et al., 2015).
Σε μελέτη που διεξήχθη από τους Boman et al. (2015), εξετάστηκε ένα δείγμα ατόμων που αντιμετώπιζαν διάφορες κατηγορίες αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων ακοής, επικοινωνίας που σχετίζονται με την ομιλία και την ανάγνωση, οπτικής και σωματικής αναπηρίας, αλλά και ψυχικών διαταραχών. Επίσης, εξετάστηκε αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυτών των διαφορετικών κατηγοριών αναπηρίας και διαφόρων δημογραφικών χαρακτηριστικών και άλλων παραγόντων, όπως η ικανότητα για εργασία και το επίπεδο εκπαίδευσης. Παρατηρήθηκε ότι ο τύπος της αναπηρίας, το επίπεδο εκπαίδευσης, το φύλο και η ηλικία συνδέονταν άμεσα με την ευκαιρία να βρουν εργασία (Boman et al., 2015). Τέλος, τα άτομα αυτά έρχονται συχνά αντιμέτωπα με αυξημένο κίνδυνο απόλυσης από τους εργοδότες (Mitra & Kruse, 2016) και σπανίως συμμετέχουν σε αποφάσεις που αφορούν το χώρο εργασίας τους (Schur et al., 2009). Οι εργαζόμενοι με ακουστική αναπηρία μπορεί να βιώνουν διαφορετικές εμπειρίες στον εργασιακό τους χώρο, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ακουστικής αναπηρίας και των διακριτικών προκλήσεων που αυτή φέρνει (Stokar, 2017). Τα άτομα με αναπηρία συχνά βρίσκονται σε θέσεις εργασίας που δεν είναι πλήρους απασχόλησης ή έχουν μη τυπικά ωράρια, και αυτές οι θέσεις συνήθως προσφέρουν χαμηλούς μισθούς και λίγα εργασιακά προνόμια (Jones, 2007). Όλα αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζουν την ανισότητα που γενικότερα υφίστανται, με αποτέλεσμα να εκφράζουν συνήθως λιγότερη ικανοποίηση και αυξημένο στρες (Jones, 2007).