«ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ»- Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία της Αικατερίνης Φλάγκου – Πανεπιστήμιο Αιγαίου Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, ΠΜΣ «Μοντέλα Παρέμβασης στην Ειδική Αγωγή»-Μέρος 22ο

Αυγ 18, 2022 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

3.2. Έρευνες στον διεθνή χώρο (Μέρος Α)

Μέσω της έρευνας των Crock, McCallum και Ernst (2011) επιχειρείται η διερεύνηση του νομικού κενού που υφίσταται μεταξύ της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και της Σύμβασης για το καθεστώς του Πρόσφυγα, αναλύοντας χωρία εντός των συμβάσεων που το δικαιολογούν. Το εγχείρημα των ερευνητών συνιστά ανασκόπηση των κειμένων των διεθνών συμβάσεων συναρτήσει ερευνών που αφορούν στην καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραδειγμάτων περιπτώσεων αιτούντων άσυλο (Crock & Berg, 2011; Crock, 2006; UNHCR, 2006).

Η απουσία λεπτομερούς ορισμού της αναπηρίας στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και η έλλειψη ρητών αναφορών στη Σύμβαση για το καθεστώς του Πρόσφυγα συντελούν στη δημιουργία δυσκολιών κατά την αξιολόγηση των αιτημάτων χορήγησης ασύλου. Η αναπηρία συναντάται σε πολλές μορφές, μη καθιστώντας δυνατή την ένταξή της εντός κατηγοριών με άκαμπτα όρια, ενώ η ευελιξία ως προς την απόφανση για την ύπαρξη ή όχι κάποιας αναπηρίας κατά τις δικαστικές περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων συχνά κρίνεται αναποτελεσματική. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν, εντοπίζονται πρόσθετοι παράγοντες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία εκτίμησης αυτών των περιπτώσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται η περιορισμένη πρόσβαση σε προσωπικά έγγραφα ή λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ο τρόπος διαχείρισης του διαφορετικού πολιτισμικού υποβάθρου και της άγνωστης προς τον αιτούντα άσυλο γλώσσας της χώρας υποδοχής, καθώς και η επίδραση του τραύματος στην ικανότητα ανάκλησης γεγονότων. Η ύπαρξη στο άτομο κάποιας αναπηρίας, νοητικής ή ψυχικής, αλληλεπιδρά με τους παράγοντες αυτούς, δημιουργώντας πρόσθετες προκλήσεις, σχετικές με την επικοινωνία, την κατανόηση, τη συμπεριφορά, τον βαθμό σαφήνειας του ειρμού και την ικανότητα ανάκλησης πληροφοριών. Επισημαίνεται ακόμη, ότι πρόσθετη στήριξη κατά τη διαδικασία παρουσίασης του αιτήματος ασύλου, όπως τροποποίηση της διατύπωσης των ερωτήσεων κατά τη συνέντευξη, υλικό απλοποιημένης μορφής, κατάλληλη επιλογή των υπηρεσιών διερμηνείας, περάτωση της συνέντευξης εξ αποστάσεως σε περιπτώσεις κινητικών δυσκολιών, δικαιούνται τα άτομα που εμπίπτουν σε ειδικές κατηγορίες, όπως άτομα ανήλικα ή με αναπηρίες (Mortensen, Latimer & Yusuf, 2014; Crock, McCallum & Ernst, 2011).

Από τους ερευνητές, ωστόσο, καταγράφονται και συμπεράσματα που αφορούν στις προκλήσεις που καλούνται να διαχειριστούν τα άτομα με αναπηρία κατά τη διαδικασία ένταξής τους στο καθεστώς του πρόσφυγα, στο οποίο υπάγονται όσοι βιώνουν φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, πολιτικής άποψης, εθνικότητας ή ιδιότητας συμμετοχής σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Ο ορισμός ένταξης σε αυτό το καθεστώς παραμένει περιοριστικός, παρά τη διατύπωση συστάσεων της Ύπατης Αρμοστείας σε σχέση με την αποδοχή ατόμων που έχουν εκτοπιστεί ακόμη και αν δεν εμπίπτουν σε κάποιους από τους προαναφερθέντες λόγους δίωξης, καθότι κάθε είδους απειλή για την ελευθερία ή την ύπαρξη συνιστά δίωξη. Το είδος των συμπεριφορών που ερμηνεύονται ως δίωξη είναι ασαφές, ενώ επίσης ρευστό χαρακτηρίζεται το όριο που διαχωρίζει τη δίωξη από τη διάκριση. Υπό αυτό το πρίσμα, τα άτομα με αναπηρία καλούνται να τεκμηριώσουν την υπόσταση της δίωξης και όχι της διάκρισης, ικανοποιώντας μια από τις πέντε προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν. Βάσει του είδους της αναπηρίας όμως, ο φόβος της δίωξης εκλαμβάνεται από το άτομο με διαφορετικό τρόπο. Δύναται λόγω τους είδους της αναπηρίας που φέρει το άτομο να αδυνατεί να ερμηνεύσει και να αναγνωρίσει τις καταστάσεις κινδύνου ή, αντίστροφα, να οξύνει την ένταση και το εύρος των καταστάσεων αυτών. Στην πρώτη περίπτωση οι ερευνητές προτείνουν η εκτίμηση του φόβου να υλοποιείται, είτε σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία ανεξαρτήτως των δηλώσεων του αιτούντος, είτε βάσει των δηλώσεων από κάποιο πρόσωπο του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Στη δεύτερη περίπτωση, οι συστάσεις των ερευνητών για την αξιολόγηση του αιτήματος, αναφέρουν την υπερίσχυση της αντίληψης του φόβου του αιτούντα έναντι της κοινής αντίληψης, συνυπολογίζοντας την ευαισθησία του κατά την εκτίμηση των αναγκών προάσπισής του (Crock, McCallum & Ernst, 2011).

Με την έρευνά της η Straimer (2011) επιχειρεί να αποτυπώσει τα θεσμικά εμπόδια που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα άτομα με αναπηρία/ες που αναζητούν πολιτικό άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αποσκοπεί να αναδείξει τον βαθμό στον οποίο το προτεινόμενο πλαίσιο διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος συμβαδίζει με τα όσα υπαγορεύονται από κοινωνικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναλυτικότερα, επικεντρώνει το ερευνητικό της ενδιαφέρον στην αποτύπωση και τη θέση της αναπηρίας εντός των πληθυσμών που αναζητούν άσυλο, αξιοποιώντας τις κεντρικές οδηγίες του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ): την οδηγία για την πιστοποίηση, τις διαδικασίες ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής. Τα ευρήματα της ανάλυσης παρατίθενται συναρτήσει χωρίων που καταγράφονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία/ες. Ακόμη, στην έρευνα παρουσιάζονται και τα αποτελέσματα ημι- δομημένων συνεντεύξεων που έλαβαν χώρα με εργαζόμενους ΜΚΟ, οργανισμών του ΟΗΕ και οργανώσεων ατόμων με αναπηρία.

Κατά την ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας επισημαίνεται η ευαλωτότητα των πληθυσμών αυτών και οι διακρίσεις σε βάρος τους, έναντι της θέσης των τυπικά αναπτυσσόμενων ατόμων, τονίζεται ο κίνδυνος εδραίωσης των ανισοτήτων λόγω της ταύτισης των εννοιών αρωγή και προστασία, καθώς και της αδυναμίας διαχωρισμού των εννοιών βλάβη και αναπηρία. Σε σχέση με τη συσχέτιση της πολιτισμικής ετερότητας και της αναπηρίας, ο Oliver (2004) επισημαίνει ότι η έλλειψη αναφορών στη συνθήκης της αναπηρίας στους πληθυσμούς που αιτούνται άσυλο, δεν αντικατοπτρίζει την απουσία των ατόμων που φέρουν τη διττή αυτή ταυτότητα, αλλά τις διακρίσεις που δημιουργούνται από αμφότερες τις κοινωνίες προέλευσης και υποδοχής. Σε πλήθος ερευνών αναφέρεται η μειονεκτική θέση στην οποία επέρχονται τα άτομα που φέρουν πολλαπλές ταυτότητες, όπως αυτές της αναπηρίας, της ένταξης σε πολιτισμική μειονότητα και της διαφορετικότητας σε επίπεδο γλωσσικής επικοινωνίας (Straimer, 2011; Thomas, 2007; Beckett, 2006; Harris, 2003).

Αναφορικά με την πρώτη οδηγία, η οποία αφορά στις διαδικασίες παροχής διεθνούς προστασίας, κατά την ανάλυση του θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε. για τους πρόσφυγες, δεν αναδείχθηκαν πολιτικές που να αναφέρουν ρητά το ζήτημα της αναπηρίας, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη προσέγγιση κατά τη διαδικασία εκτίμησης των αιτημάτων ασύλου των ατόμων με αναπηρία/ες. Δεν εντοπίζονται τροπολογίες σε σχέση με θέματα αναπηρίας για το καθεστώς των προσφύγων, παρά την διττή επισήμανση της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για αναγνώριση της αναπηρίας στο πλαίσιο της ιδιότητας μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (UNHCR, 2006). Υφίσταται μεν η σύνδεση της αναπηρίας με την έννοια της ευαλωτότητας, ωστόσο δεν υφίστανται ευνοϊκότερες συνθήκες μεταχείρισης κατά την επίκληση του φόβου δίωξης. Η απουσία ρητής αναφοράς στη συνθήκη της αναπηρίας από τους πέντε φόβους δίωξης που αναγνωρίζονται βάσει της Σύμβασης, αιτιολογείται από την πρακτική δυσκολία ορισμού των ειδών της αναπηρίας. Το γεγονός ότι μια αναπηρία δύναται να ικανοποιεί δύο κριτήρια, να είναι εμφανής και να συνιστά κατάσταση στην οποία το άτομο θα βρίσκεται εφ’ όρου ζωής, δεν επαρκούν, καθότι στην πρώτη περίπτωση αποκλείονται οι μη ορατές αναπηρίες, όπως οι νοητικές δυσκολίες και οι διαταραχές ακοής και όρασης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση δεν ικανοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις η συνθήκη της μονιμότητας και της αμεταβλητότητας (Straimer, 2011).

Σε σχέση με τη δεύτερη οδηγία, η οποία αφορά στις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, η έρευνα της Straimer (2011) αναφέρει ότι αγνοούνται οι πολλαπλές αναπαραστάσεις της αναπηρίας, με αποτέλεσμα την άνιση κατανομή του δικαιώματος διεθνούς προστασίας. Η διαδικασία αξιολόγησης ορίζεται ίδια για το σύνολο του πληθυσμού που αιτείται άσυλο, ανεξαρτήτων ατομικών αναγκών και διαφορών. Ωστόσο, κρίνεται ότι η εκτίμηση των προσωπικών φραγμών που φέρουν τα άτομα με αναπηρία/ες, συναρτήσει του είδους και του βαθμού των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, θα έπρεπε να διαδραματίζουν ρόλο κατά τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι οι καταθέσεις ατόμων με νοητικές δυσκολίες δύναται να χαρακτηριστούν αναληθείς, λόγω της ενδεχόμενης απουσίας συνοχής κατά την εξιστόρηση των γεγονότων, ενώ στις περιπτώσεις αισθητηριακών και κινητικών δυσκολιών, προκύπτουν ζητήματα σχετικά με την επικοινωνία και την πρόσβαση αντίστοιχα. Σε κάποιες περιπτώσεις δύναται το άτομο που αντιμετωπίζει δυσκολίες να επικαλεστεί το δικαίωμα παρέμβασης νομικού εκπροσώπου, με την προϋπόθεση ότι δεν αμφισβητούνται οι δυνατότητές του και υφίσταται σεβασμός στις προσωπικές του επιθυμίες, συνθήκες που σε επίπεδο πράξης δεν διασφαλίζονται πάντοτε.

Συμπερασματικά, η απουσία ατομικής αξιολόγησης των διαφορετικών αναγκών και ικανοτήτων των ατόμων με αναπηρία/ες κατά τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, καθιστά ελλιπή την εννοιολογική μεταστροφή προς μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση, θέτοντας δυσκολίες στην προστασία τους.

Η τρίτη οδηγία αφορά στις συνθήκες υποδοχής. Κατά τη διαδικασία εύρεσης καταφυγίου, τα άτομα με αναπηρίες που αιτούνται άσυλο, αντιμετωπίζουν διττές δυσκολίες βάσει της κάθε τους ταυτότητας. Τυπικά οφείλουν να πληρούνται προϋποθέσεις από τα καταφύγια, ικανές να προσφέρουν στήριξη που δεν θα αρκείται στην κάλυψη των κοινών αναγκών, καθότι η διασφάλιση της ανθρώπινης αυτονομίας και αξιοπρέπειας εμπεριέχει πρόσθετες παραμέτρους. Οι συνθήκες υποδομής οφείλουν να δομούνται με τρόπο που να επιτρέπουν στα άτομα που αιτούνται άσυλο να διεκδικούν το καθεστώς του πρόσφυγα, δεδομένων των παροχών υλικής και ψυχολογικής υπόστασης. Η θέσπιση μέτρων μέσω των οποίων θα διασφαλίζεται η στέγαση, η ανεξάρτητη διαβίωση, η άρση των σχετικών με την πρόσβαση σε υπηρεσίες εμποδίων και η αποφυγή του κινδύνου απομόνωσης των ατόμων με αναπηρία/ες, κρίνεται μείζονος σημασίας. Ακόμη, τονίζεται η ανάγκη σύνδεσης της αναπηρίας με την απαιτούμενη υγειονομική μέριμνα, έτσι ώστε να καταργηθούν οι φραγμοί νομικού χαρακτήρα αναφορικά με την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, δεδομένης της ανεπαρκούς κάλυψης που παρατηρείται ότι προσφέρεται στα άτομα με νοητικές δυσκολίες ή ψυχικές διαταραχές (Straimer, 2011).

Η έρευνα της Straimer (2011) καταλήγει με την παραδοχή ότι το μέγεθος και το είδος της παρεχόμενης στήριξης στους πρόσφυγες, μετανάστες και αιτούντες άσυλο είναι άμεσα συνυφασμένη με την πολιτική που καθορίζεται από το εκάστοτε κράτος. Σε κάποια κράτη ως αναπηρία νοούνται όλες οι συνθήκες που δύναται να δυσκολεύουν το άτομο στην ένταξή του στην κοινωνία, ενώ άλλα ορίζουν την αναπηρία βάσει των ορατών χαρακτηριστικών και δυσκολιών που αντιμετωπίζει το άτομο. Η απουσία κοινής διάταξης αναφορικά με την αναπηρία συμβάλλει στην ύπαρξη κενών κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των αιτημάτων ασύλου από άτομα με αναπηρία/ες.

Μετάβαση στο περιεχόμενο