Η επίδραση του χορού στην υποκειμενική ευημερία των αναπήρων: μια συστηματική ανάλυση των ποιοτικών ερευνών – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Νατάσας Τζήκα – ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Π.Μ.Σ. «ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ» – Μέρος 5ο

Οκτ 22, 2025 | Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η επίδραση του χορού στην υποκειμενική ευημερία των αναπήρων: μια συστηματική ανάλυση των ποιοτικών ερευνών – ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Νατάσας Τζήκα – ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Π.Μ.Σ. «ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ» – Μέρος 5ο

 

Κεφάλαιο 2. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις

 

2.1         Αναπηρία

 

Η αναπηρία αποτελεί ένα πολύπλευρο φαινόμενο που δεν μπορεί να οριστεί μονοδιάστατα, καθώς συνδέεται με διάφορους παράγοντες, όπως βιολογικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς. Τόσο στη διεθνή όσο και στην ελληνική βιβλιογραφία, η έννοια της αναπηρίας διαμορφώνεται διαφορετικά, ανάλογα με το ερμηνευτικό πλαίσιο που υιοθετείται.

Σύμφωνα με τον Oliver (2009), αναπηρία είναι: «το μειονέκτημα ή ο περιορισμός της δραστηριότητας που προκαλείται από τη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση, η οποία δεν λογαριάζει καθόλου ή λογαριάζει ελάχιστα τους ανθρώπους που έχουν φυσικές βλάβες, περιορίζοντάς τους από τις κοινωνικές δραστηριότητες» (σ.56).

Ο ορισμός της βλάβης, σύμφωνα με τον Oliver (2012), είναι: «ένα χαρακτηριστικό του μυαλού, του σώματος ή των αισθήσεων ενός ατόμου, το οποίο είναι μακροχρόνιο και ενδέχεται να είναι το αποτέλεσμα νόσου, απόρροια κληρονομικότητας ή συνέπεια τραύματος». Στο ιατρικό ατομικό μοντέλο, η έννοια της βλάβης ταυτίζεται με αυτή της αναπηρίας. Υπάρχουν διάφορα μοντέλα αναπηρίας, ωστόσο στη συνέχεια θα αναλυθούν τα δύο κυριότερα. Για να γίνει αυτό, θα προηγηθεί η διάκριση της βλάβης από την αναπηρία.

Η βλάβη αναφέρεται σε απώλεια ή απόκλιση στη λειτουργία ή τη δομή του σώματος. Η σημαντική βλάβη δεν οδηγεί απαραίτητα σε αναπηρία, ενώ οι μικρές βλάβες μπορεί να προκαλέσουν σημαντική αναπηρία (Davis & Davis, 2020). Βλάβη, λοιπόν, είναι η απώλεια ή η μειωμένη λειτουργία ενός μέλους, οργάνου ή σωματικής ικανότητας, η οποία προκύπτει από τραυματισμό, ασθένεια ή εξωτερικό παράγοντα (Καραγιάννη & Κουτσοκλένης, 2023). Αναπηρία, ωστόσο, είναι το εμπόδιο ή η δυσκολία στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων, το οποίο προκύπτει από τον τρόπο που είναι δομημένη η κοινωνία. Συχνά, οι κοινωνικές δομές και υποδομές δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τις ανάγκες των ατόμων με βλάβες, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι ευκαιρίες συμμετοχής τους σε κοινωνικές, επαγγελματικές ή προσωπικές δραστηριότητες (Καραγιάννη & Κουτσοκλένης, 2023). Επομένως, η αναπηρία δεν προκύπτει από τη βλάβη, αλλά από την αλληλεπίδρασή της με το περιβάλλον και με κοινωνικούς παράγοντες.

Τα μοντέλα είναι εννοιολογικές κατασκευές που αποτελούνται από θεμελιώδη στοιχεία μιας σαφώς διατυπωμένης ή άρρητης θεωρίας σχετικά με ένα συγκεκριμένο φαινόμενο. Ο βασικός τους ρόλος είναι να διευκολύνουν την κατανόηση του τελευταίου, να ερμηνεύσουν την αναπηρία με κάποιον τρόπο, να συμβάλλουν στην ανάπτυξη γνώσης γύρω από αυτό και να καθοδηγούν τόσο την συστηματοποίηση όσο και την εφαρμογή πρακτικών που συνδέονται με τη μελέτη και τη διαχείρισή του. Τα βασικότερα μοντέλα της αναπηρίας είναι το ιατρικό και το κοινωνικό. Το ιατρικό τοποθετεί το πρόβλημα στο ίδιο το άτομο, δημιουργώντας έτσι τη θεωρία της “προσωπικής τραγωδίας” (Καραγιάννη & Κουτσοκλένης, 2023).

Η προοπτική αυτή, η οποία θεωρεί την αναπηρία κυρίως ως προσωπική ή οικογενειακή ατυχία, έχει κυριαρχήσει στις παραδοσιακές προσεγγίσεις της έρευνας για την αναπηρία αλλά και το φιλανθρωπικό έργο (Drake, 1996; Goodley & Tregaskis, 2006). Η θεωρία της προσωπικής τραγωδίας έχει επίσης συμβάλει στον αποκλεισμό των αναπήρων από θέσεις εξουσίας στο πλαίσιο των παραδοσιακών φιλανθρωπικών οργανώσεων, καθώς οι έχοντες εξουσία τείνουν να ευθυγραμμίζονται με αυτή την προοπτική (Drake, 1996). Οι ερευνητές υποστηρίζουν την ανάπτυξη μιας κοινωνικής θεωρίας της αναπηρίας που υπερβαίνει τους περιορισμούς της προσέγγισης της προσωπικής τραγωδίας και παρέχει μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση των ζητημάτων της αναπηρίας (Oliver, 1986).

Το ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας θα μπορούσε να λέγεται ορθότερα “ιατρικό ατομικό” μοντέλο, για να γίνεται ο διαχωρισμός του με το κοινωνικό, και να μην υπάρχουν παρερμηνείες (Καραγιάννη & Κουτσοκλένης, 2023). Θεωρεί τις βλάβες ως ανωμαλίες που απαιτούν θεραπεία ή εξάλειψη, και έχει επικριθεί για την επιβλαβή έμφαση που δίνει στην κανονικοποίηση (Zaks, 2023). Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα, προτείνουν τη μετονομασία του σε «μοντέλο κανονικοποίησης» για να τονίσουν τις βλαβερές πτυχές του (Zaks, 2023). Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που υπερασπίζονται μια εκδοχή του ιατρικού μοντέλου, υποστηρίζοντας ότι αποτυπώνει κρίσεις σχετικά με τις αναπηρίες και δικαιολογεί την κρατική υποστήριξη (Koon, 2022).

Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας υποστηρίζει ότι η αναπηρία δεν προκύπτει από τις ατομικές βλάβες, αλλά κυρίως από τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά εμπόδια που περιορίζουν τη συμμετοχή των αναπήρων στην κοινωνία (Battisti, 2018). Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αναπηρία αποτελεί απόρροια άδικων κοινωνικών δομών και όχι απλώς ατομικών παθήσεων (Iarskaia-Smirnova, 2018). Αυτό σχετίζεται με τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ανάπηροι στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο (Παπασπύρου, 2019· Oliver, 2009· Ζήση & Σαββάκη, 2019· Ζώνιου-Σιδέρη, 2012). Η προσέγγιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το ιατρικό μοντέλο, το οποίο εστιάζει στις ατομικές παθήσεις και τις διαδικασίες αποκατάστασης, παραβλέποντας τον ρόλο των κοινωνικών, συμπεριφορικών και περιβαλλοντικών παραγόντων στη διαμόρφωση της αναπηρίας (Imrie, 1997). Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται σαφές ότι οι κοινωνικές δομές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία της αναπηρίας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο