“Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ” – Διπλωματική Εργασία της Καγκελίδου Βαρβάρα – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ (Τ.Π.Ε) ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ – Μέρος 4ο
1.2 Άτομα με σωματικές αναπηρίες
Η λέξη αναπηρία αναφέρεται στην μη προσωρινή απώλεια της υγείας ενός ατόμου είτε λόγω βλάβης, η οποία είναι έμφυτη ή επίκτητη, είτε λόγω έλλειψης ορισμένων σωματικών, ψυχικών ή πνευματικών λειτουργιών του οργανισμού. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τη φυσική, ψυχική ή κοινωνική λειτουργία ενός ατόμου. Με παρόμοιο τρόπο δίπλα στη λέξη ανάπηρος αναγράφεται το ακόλουθο: «αυτός-ή που δεν διαθέτει σωματική ακεραιότητα (αρτιμέλεια) ή διανοητική ισορροπία και διαύγεια» (Μπαμπινιώτης, 2002). Γενικότερα υπάρχει μια δυσκολία ως προς την απόδοση ενός σαφούς και ενιαίου ορισμού του φαινομένου, καθώς δεν υπάρχει μια καθολικά εφαρμόσιμη αρχή γι’ αυτήν.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2001) υπάρχουν τρείς παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους:
η βλάβη (impairment), η οποία ορίζεται ως η απώλεια ή ανωμαλία σε επίπεδο ψυχικής, φυσιολογικής ή ανατομικής δομής ή λειτουργίας, η αναπηρία (disability), σύμφωνα με την οποία προσδιορίζεται οποιοσδήποτε περιορισμός ή έλλειψη, προϊόν βλάβης, ικανότητας εκτέλεσης μιας δραστηριότητας, κατά τον τρόπο και μέσα στο πλαίσιο των φυσιολογικών για ένα άτομο δραστηριοτήτων,
η μειονεξία (handicap) αναφέρεται σε μια μειονεκτική συνθήκη η οποία απαντά λειτουργικά είτε στη βλάβη είτε στην αναπηρία και η οποία περιορίζει μερικώς ή απολύτως την εκπλήρωση ενός ρόλου του υποκειμένου, ο οποίος θεωρείται φυσιολογικός και αναμενόμενος για αυτόν σύμφωνα πάντα με το φύλο, την ηλικία και τους κοινωνικο-πολιτιστικούς παράγοντες που καθορίζουν το άτομο αυτό.
Επιπλέον ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτηρίζει άτομα με αναπηρία εκείνους τους οποίους αντιμετωπίζουν κινητικά προβλήματα όπως παραπληγία, τετραπληγία, ημιπληγία ακρωτηριασμός και εγκεφαλική παράλυση. Αισθητηριακά προβλήματα όπως η τύφλωση, η κώφωση κτλ. και διανοητικά προβλήματα όπως δυσκολία στην αντίληψη ή την ομιλία κτλ. Αναφέρεται ακόμα απο τον Π.Ο.Υ (2001) οτι: “Η αναπηρία προκύπτει απο την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο άτομο με κάποιο πρόβλημα υγείας και σε ατομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως μη προσβάσιμα κτίρια, μη προσβάσιμες συγκοινωνίες ή αρνητικές στάσεις και ανεπαρκής κοινωνική πρόνοια”.
Με βάση τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2001) εκτός απο το ιατρικό μοντέλο που αντιλαμβάνεται την αναπηρία ως πρόβλημα του ατόμου, δημιουργήθηκε η Διεθνής Ταξινόμηση της Λειτουργικότητας, της Αναπηρίας και της Υγείας (ICF). Το μοντέλο αυτό θεωρεί πως η αναπηρία έχει κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς η ζωή του ατόμου επηρεάζεται απο τις καθημερινές δραστηριότητες. Το νέο αυτό σύστημα λαμβάνει υπόψιν τους περιβαλλοντικούς παράγοντες με τους οποίους ζει το άτομο (κτιριακές υποδομές, βοηθήματα κτλ.), οι οποίοι επηρεάζουν είτε θετικά είτε αρνητικά την συμμετοχή του ατόμου στην κοινωνική ζωή. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αντιλαμβάνεται κι ένα ακόμη μοντέλο για την αναπηρία, που ονομάζεται βιοψυχοκοινωνικό. Σε αυτό το μοντέλο η υγεία και η ασθένεια προσεγγίζονται ως σύνθετες διαδικασίες, οι οποίες επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, δηλαδή την σωματική, συναισθηματική και νοητική κατάσταση του ατόμου και λειτουργούν ως ένα σύνολο.
Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, επισημαίνεται ότι τα άτομα με αναπηρία στο σύνολο του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής κοινότητας αποτελούν το 15% ενώ το ποσοστό που αφορά τον πληθυσμό της Eλλάδας ανέρχεται στο 9.5%. Τα άτομα με αναπηρία έρχονται καθημερινά αντιμέτωπα με πολλές δυσκολίες, με αποτέλεσμα αυτό να έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην δική τους ζωή αλλά πολλές φορές και στην ζωή των ανθρώπων που συναναστρέφονται.